Friday, August 18, 2006

[1]

ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ
Υπάρχει «κάτι» πέρα από τον καθένα μας, κάποιο κριτήριο υπεράνω όλων μας, στο οποίο μπορούμε και πρέπει να στραφούμε για να προσανατολίσουμε τις κρίσεις και τις πράξεις μας βάσει του υπέρτατου νόμου και κανόνα του για να ευδοκιμήσουμε στη ζωή. Χωρίς αυτό προχωρούμε στα τυφλά, μαθαίνοντας ό,τι μαθαίνουμε μόνο από τα λάθη μας, τα οποία μπορεί κάποια στιγμή να αποβούν μοιραία αποκλείοντας μας από κάθε εκ των υστέρων γνώση. Με αυτό το «κάτι πέρα από τον καθένα μας» αναφερόμαστε σε αυτό που δεν αρχίζει και τελειώνει με εμάς, αλλά προηγείται και έπεται από εμάς. Είναι αυτό που μας υπερβαίνει και μας εμπεριέχει, αποτελώντας τον καταγωγικό νόμο, που πρέπει να σεβαστούμε, όπως και τον προαγωγικό κανόνα, που μπορούμε να έχουμε οδηγό για να μην πηγαίνουμε στα τυφλά. «Αυτό το κάτι» είναι ο λόγος για τον οποίο υπάρχουμε. Είναι το ύστατο «γιατί» στο οποίο καταλήγουν όλες οι ερωτήσεις μας και μένουν αναπάντητες, αφήνοντάς το να αιωρείται υπεράνω όλων των απαντήσεων μας, σαν το ανυπέρβλητο μας ερωτηματικό.

Ακόμη κι αν μπορέσουμε να βρούμε κάποτε το πώς έγινε το κάθε τι, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να μάθουμε το γιατί έγινε, διότι η απάντηση αυτού του «γιατί» μάς περιλαμβάνει. Είμαστε μέσα της και δεν μπορούμε να τη διακρίνουμε έξω από εμάς. Ο λόγος της ύπαρξης μας υπάρχει μέσα μας, είναι ένα και ταυτό με εμάς. Μπροστά του δεν έχουμε κανενός είδους καθρέπτη να μας δούμε, αφού η δυνατότητα του αντικαθρεφτίσματος που μας δίνει ο λόγος, έχει τον ίδιο λόγο ύπαρξης με τον λόγο της ύπαρξης μας. Εδώ, δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την έλλογη αντανάκλαση των πραγμάτων μέσα μας με τα είδωλα των λέξεων τους, ώστε να καταφέρουμε να δούμε εμάς και μαζί τον ίδιο τον καθρέφτη, δηλαδή τον λόγο του λόγου μας.

Τον απώτατο, ύστατο και δημιουργό λόγο όλων των λόγων ύπαρξης του κάθε τι, άρα και του δικού μας λογικού, δεν μπορούμε να τον διακρίνουμε διότι προηγείται από εμάς και τη νόηση μας, που δεν είναι παρά δημιούργημα του. Μπορούμε, όμως, να τον προϋποθέσουμε, αφού αυτός είναι η προϋπόθεση της ύπαρξης μας, όπως και να υποθέσουμε τον τρόπο που εκδηλώνεται στα πράγματα, φανερώνεται στα φαινόμενα και υπάρχει σαν «γιατί» μέσα στο «πώς», το «ποιό» και «πόσο» του κάθε τι. Σύμφωνα με τις υποθέσεις του τρόπου του, μπορούμε να κινηθούμε μες το σκοτάδι της άγνοιάς μας, χωρίς να χρειάζεται απαραίτητα να χτυπάμε το κεφάλι στις συνέπειες των λαθών μας για να μαθαίνουμε.

Κάτι που δεν μπορούμε να το ξέρουμε δεν μπορούμε βέβαια και να το ονομάσουμε. Κάθε όνομα που έχει δοθεί σε «αυτό το κάτι», μόνο μεταφορικά μπορεί να γίνει δεκτό. Όσοι χρησιμοποιούν λέξεις, εκφράσεις, διατυπώσεις και αφηγήσεις πιστεύοντας ότι αναφέρονται κυριολεκτικά σε «αυτό το κάτι», (κι όχι υπαινικτικά μέσω μεταφορών, θρησκευτικών ή λογικών), αυταπατώνται ή εξαπατούν, επιχειρώντας μάταια να ιδιοποιηθούν αυτό στο οποίο ανήκουν.

Δεν μπορεί να δοθεί συγκεκριμένο όνομα με ορισμένο περιεχόμενο σε «αυτό» το οποίο είναι ο όρος και η προϋπόθεση κάθε ονόματος και οποιασδήποτε ονοματοθεσίας. Μπορεί μόνο να του γίνει έμμεση αναφορά και υπαινιγμός με λέξεις όσο πιο γενικές και ουδέτερες γίνεται. Ουδέτερες από κάθε περιεχόμενο και χαρακτηρισμό, που κάποιες γενικές λέξεις έχουν αποκτήσει με τη χρήση χάνοντας τη γενικότητα τους. Γι’ αυτό, θα αποφύγουμε τη λέξη «θεός», όχι μόνο επειδή είναι αρσενικού γένους στα ελληνικά, οπότε δεν είναι ουδέτερη γραμματικά, αλλά και διότι είναι μυθοποιημένη από τη θρησκευτική της χρήση. Παρόλο που σαν λέξη σημαίνει για όλους «αυτό το κάτι», όταν την αναφέρουμε παίρνει αμέσως περιεχόμενο ανάλογα με τη θρησκευτική θέση ή αντίθεση του καθένα. Είναι προσδιορισμένη ιστορικά, διότι ακόμη και όταν την αρνούμαστε, αρνούμαστε την ιστορία της· αυτό τη σημαδεύει και τη χαρακτηρίζει καθιστώντας την μεροληπτική κι όχι γενική και ουδέτερη, όπως πρέπει.

Η λέξη Λόγος, (με λάμδα κεφαλαίο, σαν λόγος του λόγου), είναι μεν κατάλληλα γενική, αφού αναφέρεται στον λόγο ύπαρξης τού κάθε τι, δεν είναι όμως γραμματικά ουδέτερη στα ελληνικά (είναι αρσενικού γένους), και επιπλέον έχει χαρακτηριστεί από την ακαδημαϊκή χρήση της. Παρά αυτές τις επιφυλάξεις θα τη χρησιμοποιούμε, διότι έχει κάποιες συνδηλώσεις (στα ελληνικά) που ταιριάζουν αν θέλουμε να αναφερθούμε σε «αυτό το κάτι» σαν αιτία, λόγο και πρωταρχικό ερώτημα της ύπαρξης μας. Άλλες γενικές και ουδέτερες λέξεις που μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατά περίσταση είναι το «Όλον» ή «Άπαν» ή «Σύμπαν», το «Είναι» ή το «Ον», το «Απόλυτο», το «Αιώνιο» ή «Αέναο», και άλλες, που αναφέρονται σ’ «αυτό» χωρίς τη ματαιοδοξία να το ονομάσουν κυριολεκτικά, αλλά μάλλον να το υπαινιχθούν μέσα από έννοιες ταυτόσημες του. Τις λέξεις που άπτονται «αυτού», τις γράφουμε με αρχικά κεφαλαία, τόσο για να τις διακρίνουμε από την «καθημερινή» χρήση τους, όπου αυτές αναφέρονται σε κάτι επιμέρους (και γράφονται με μικρό αρχικό), όσο και για να δείξουμε την αναβάθμιση που επιφέρουν στο επιμέρους ανάγοντας το στο απόλυτο της καταγωγής του (π.χ. ο λόγος του λόγου είναι ο Λόγος, το όλον όλων είναι το Όλον, το είναι του είναι ανα-κεφαλαιώνεται σε Είναι, κλπ).

Η καταλληλότερη λέξη για «αυτό» είναι η λέξη Αυτό. Είναι ουδέτερη από περιεχόμενο, γένος και ιστορία. Είναι γενική, αφού κάθε τι μπορεί να υποδειχθεί σαν «αυτό», και επιπλέον, φέρει κατάλληλες συνδηλώσεις. Αναδεικνύει την ερωτηματική φύση του λογικού μας, διότι όταν την εκφέρουμε μόνη της και λέμε «Αυτό», προκαλεί αυθόρμητα την ερώτηση «ποιο αυτό;». Υποδεικνύει προσανατολισμό, αφού λέγοντας «Αυτό», είναι σαν να δείχνουμε προς τα κάπου και να λέμε «δες, αυτό είναι». Επίσης, μας δίνει τη διαβεβαίωση που χρειαζόμαστε, όταν τη λέμε κατηγορηματικά σαν «Αυτό!», υπογραμμίζοντας ότι «Αυτό είναι και τίποτε άλλο», «Αυτό» το μόνο στο οποίο μπορούμε και πρέπει να βασιστούμε.

Η αναφορά σε Αυτό είναι αναπόσπαστο στοιχείο της φύσης του ανθρώπου, όπως φαίνεται τόσο στις θρησκείες και στις κοσμοθεωρίες που έχει επινοήσει για να το προσεγγίσει, όσο και στην ίδια τη λειτουργία του λογικού του, που με τη φυσική ανάπτυξη της σαν ερωτηματοθεσία καταλήγει σε Αυτό, την απώτατη αιτία όλων των αποτελεσμάτων και το ύστατο αποτέλεσμα όλων των αιτιών. Η καταληκτική αναφορά σε Αυτό όλων των ερμηνευτικών υποσυστημάτων είναι λογική συνέπεια της ύπαρξης μας και συνέπεια της λογικής ύπαρξης μας. Ακόμη και όταν κάποιες ερμηνείες καταλήγουν στην ανυπαρξία λογικής ή τον παραλογισμό για να ερμηνεύσουν ή να μην ερμηνεύσουν την πραγματικότητα, πάλι επικαλούνται έναν έσχατο λόγο για να στηρίξουν την όποια απόφανση τους, έστω κι αν αυτός είναι η απουσία λόγου. Η λογική του ανθρώπου δεν μπορεί να λειτουργήσει ερμηνευτικά χωρίς να αναφέρεται σε Αυτό, όποιο όνομα κι αν του δίνει. Ανάλογα πώς το αντιλαμβάνεται κάθε φορά και τι πιστεύει για Αυτό, συγκροτεί μια γενική θεωρία, βάσει της οποίας ερμηνεύει συστηματικά και πράττει ειδικά. Αν ερμηνεύει και πράττει λάθος, τότε η καταγωγή του λάθους πρέπει να αναζητηθεί στη λανθασμένη αναφορά του σε Αυτό. Εφόσον η αναφορά σε Αυτό είναι φυσική τάση του ανθρώπου δεν μπορεί να λανθάνει η ίδια αυτή καθ’ αυτή. Το λάθος πρέπει να συμβαίνει όταν ο άνθρωπος δεν αναφέρεται σε Αυτό καθαρά για να αναφερθεί σε Αυτό, όπως τον οδηγεί η φύση του, αλλά για κάποιον άλλο λόγο, όπως το να αποσπάσει από Αυτό κάποια χρησιμοθηρική γνώση (επιστημονική προσέγγιση) ή μια κατευναστική ηθική (θρησκευτική προσέγγιση). Ο κόσμος που κατασκευάζει ο άνθρωπος αναφερόμενος τεχνικά και τεχνητά σε Αυτό, μπορεί να καλύπτει κάποιες ανάγκες του και να τον εφησυχάζει προσωρινά, όμως μένει μόνιμα ελλιπής, μιας και δεν τον ολοκληρώνει, αφού αφήνει ανικανοποίητη τη φυσική του ανάγκη να αναφερθεί καθαρά σε Αυτό, όσο κι αν την εφησυχάζει με υποκατάστατα. Όταν η αναφορά του σε Αυτό ικανοποιηθεί καθαρά αυτή καθ’ αυτή και συμμετάσχει ακέραια στη διαμόρφωση του κόσμου του, τότε θα μπορέσει ο άνθρωπος να ησυχάσει και να εκ-πληρωθεί. Όσο θα ζούμε σε έναν κόσμο που δεν μας συμπεριλαμβάνει ακέραια ως πλήρεις οντότητες, αφήνοντας κάτι δικό μας από έξω ανένταχτο κι ανέκφραστο, βουβό και μόνο, δεν θα μπορούμε να ταυτιστούμε με αυτόν, ούτε και να ησυχάσουμε

Saturday, August 12, 2006

[2]

Η ησυχία είναι το ζητούμενο πίσω από ό,τι λέμε, διότι αφού πούμε ό,τι έχουμε να πούμε και αφού εκφράσουμε ό,τι ανέκφραστο και βουβό μένει ακόμη μέσα μας, θα μπορούμε να αναφερόμαστε καθαρά και άμεσα σε Αυτό, που είναι το ανείπωτο, χωρίς να χρειάζεται να πούμε τίποτε που να χαλάει την εύγλωττη σιωπή του. Ο λόγος μας αναζητώντας τον λόγο του λόγου του αναζητά τη σιωπή, αφού ο Λόγος όλων των λόγων λέγοντας τα όλα δεν χρειάζεται να πει τίποτε.

Ανάλογα με αυτό που είναι η ησυχία για τον λόγο, είναι η ηρεμία για την κίνηση μας, ορίζοντας το απώτατο ζητούμενο της. Αυτό που μας κινεί είναι μια ένταση, από την οποία θέλουμε να απαλλαγούμε κινούμενοι. Η ζωή μας κινητοποιείται προς την ηρεμία με την αποφόρτιση της έντασης που νιώθουμε σαν άτομα περιττά και μόνα, εκτός του Όλου που μας εμπεριέχει και στο οποίο θέλουμε να ενταχθούμε πλήρως, να αφομοιωθούμε εν Αυτώ, απαλλαγμένοι από την ετερότητα μας και να κατακτήσουμε οριστικά την ταυτότητα μας, αυτήν που κατά καιρούς νιώθουμε με τα φευγαλέα αισθήματα της πλήρους ικανοποίησης, όπου τίποτε δεν μας λείπει. Σε κατάσταση ταυτότητας, όλα είναι εκεί μαζί με εμάς κι όλα είναι καλά, αφού τίποτε πια δεν μας χωρίζει από τον κόσμο και τον εαυτό μας· είμαστε ένα και ταυτιζόμαστε.

Η έννοια της ταυτότητας είναι, μεν, απλή και φέρει την απλότητα, αλλά, δεν είναι καθόλου απλοϊκή. Προϋποθέτει τη συνθετική διαδικασία την οποία μετέρχεται κάθε μορφή ζωής για να ολοκληρωθεί, που σημαίνει να φτάσει στην αρτιότητα της, δηλαδή στην άρθρωση όλων των μερών της σε άρτια μονάδα και στη συν-άρθρωση της μονάδας που αποτελεί με τον περιβάλλοντα της χώρο και τον ρέοντα της χρόνο σε ένα άρτιο και ακέραιο όλον.

Άμεση εικόνα της αρτιότητας έχουμε στη γύρω μας φύση, όπου τα πλάσματα της είναι άρτια και κατά μονάδες και αρθρούνται συνολικά σε ένα άρτιο, αυτάρκες και πλήρες σύστημα, στην πληρότητα του οποίου συμπεριλαμβάνεται τόσο η άρτια ένταξη της γης στο ηλιακό της σύστημα, όσο και του ηλιακού στο συμπαντικό. Η εικόνα της αρτιότητας που βλέπουμε παντού στη φύση, όπου κι αν κοιτάξουμε, μας δίνει ένα άμεσο παράδειγμα ταύτισης, βάσει του οποίου μπορούμε να μετρούμε τη δική μας ταυτοτική απόκλιση ή σύγκλιση. Αυτό που μας δίνει το μέτρο δεν είναι ένα κάποιο πλάσμα της φύσης, ως προς το οποίο να συγκριθούμε, αλλά, η σχέση κάθε φυσικού πλάσματος με τον εαυτό του και με τα άλλα γύρω του, που είναι μια σχέση πλήρους συνοχής από την οποία δεν περισσεύει τίποτε και κάθε τι είναι πλήρως ενταγμένο στο όλον, τόσο το όλον της κάθε μονάδας, όσο και του συν-όλου των μονάδων.

Αυτό που μας παραδειγματίζει στη φύση είναι η ποιότητα της σχέσης που τη διαπερνά και τη συνέχει. Στη φυσική κατάσταση των σχέσεων δεν παρεμβάλλεται καμία επιτήδευση και ό,τι γίνεται εκφράζει ακέραια κάποια φυσική αναγκαιότητα. Η ακεραιότητα των εκδηλώσεων, η αμεσότητα των εκφράσεων, ο τέλειος συγχρονισμός μέσων και σκοπών, η ταύτιση φόρμας και περιεχόμενου, παράγουν την ομορφιά και αρμονία που θαυμάζουμε στις φυσικές μορφές. Ο ρυθμός που τις διαπερνά και κανονίζει το μέσα και το έξω τους, το κλειστό και ανοιχτό τους, το κράτημα και το άφημα τους, μας δίνει το τόνο που χρειαζόμαστε για να ρυθμίσουμε κι εμείς αρμονικά τις κινήσεις μας.

Το μέτρο της φυσικότητας δίνει τον ρυθμιστικό κανόνα των κινήσεων μας, ώστε να μας συγκλίνουν ταυτοτικά κλείνοντας το χάσμα ανάμεσα στη φύση μας και στη θέση μας. Τα άλλα πλάσματα γύρω μας μπορεί να έχουν προσαρμόσει πλήρως τη θέση με τη φύση τους, αλλά το ανθρώπινο πλάσμα, ως πιο πρόσφατο και πιο σύνθετο, χρειάζεται χρόνο ακόμη μέχρι να ολοκληρωθεί και να ενταχθεί ακέραια ως άρτια μονάδα στο Όλον Αυτού.

Ο άνθρωπος είναι ένα ον που έχει ξεχωρίσει μες τη φύση για το έλλογο του στοιχείο, και κινδυνεύει να χωρίσει από αυτήν, διακινδυνεύοντας την αρτιότητα τόσο τη δική της όσο και τη δική του, αν δεν οδηγήσει αυτήν την έλλογη ετερότητα του στην ταυτότητα που της αναλογεί. Ο μόνος τρόπος να ξεπεραστεί η λογικότητα σαν ετερότητα είναι να ανοιχτεί από την αυτοαναφορικότητα της, όπου υπολογίζει μόνο τα περιορισμένα ειδικά συμφέροντα των ανθρώπων, στην αναφορά της στο πέραν αυτής γενικό, συλλογιζόμενη Αυτό που την ξεπερνά και την καθορίζει, διότι την κινεί σαν ψυχή της, σαν λόγος του λόγου της, σαν Λόγος. Αναφερόμενη η λογικότητα σε Αυτό, εκπληρώνει τον απώτατο λόγο της ύπαρξης της. Ολοκληρώνεται λειτουργικά σαν όργανο και φτάνοντας στην οργανική αρτιότητά της ταυτοποιείται.

Ο λόγος, που μας έδωσε με την αναλυτική και συνθετική του δυνατότητα την επιστήμη και την τεχνική, αναζητεί αυθόρμητα πίσω από τις όποιες ανακαλύψεις του τον ίδιο τον λόγο του λόγου του. Είναι φυσικό αποτέλεσμα της ασίγαστης αιτιακής του λειτουργίας, αυτής που προωθεί τη σχέση αιτίας-αποτελέσματος και την αιτιώδη συνάφεια των πραγμάτων στις έσχατες συνέπειες της, κλιμακώνοντας την ερωτηματοθεσία της, μέχρι να αναρωτηθεί για το απόλυτο και να ρωτήσει γιατί αναρωτιέται. Η αναφορά στο απόλυτο εμπεριέχεται μέσα στην ίδια τη λογικότητα, αφού αποτελεί τον όρο και τη συνθήκη της ύπαρξης της. Αρκεί να την εμπιστευτούμε, να την αφουγκραστούμε και να την ακολουθήσουμε με συνέπεια. Αυτή η λογική συνέπεια δεν μπορεί να αγνοηθεί, ούτε να ξεγελαστεί με κάτι άλλο, παρά να απαντηθεί ευθέως ανάλογα και σύμφωνα ακριβώς με τον τρόπο που τίθεται, δηλαδή σαν ερώτημα. Αν απαντηθεί σαν απάντηση, τότε ο λόγος θα αναζητήσει λογικά να βρει τι κρύβεται πίσω από αυτήν την απάντηση και έτσι θα φτάσει πάλι σε ερώτηση, που είναι άλλωστε και το σημείο από το οποίο ξεκίνησε· έτσι η ερωτηματικότητα σηματοδοτεί την Αρχή του.

[3]

Ο Λόγος Αυτού είναι ένα ερώτημα που απαντιέται μόνο με ένα ερώτημα. Για όλα τα άλλα ερωτήματα μπορεί να βρεθούν κάποια στιγμή απαντήσεις, αλλά Αυτό είναι αδύνατον να απαντηθεί από εμάς. Γι’ αυτό, πρέπει να μένει ως ερώτημα πάντα ανοιχτό κι έτσι να παρακινεί το λογικό μας στην εξεύρεση όλων των άλλων απαντήσεων, με την ερωτηματοθεσία του χώρου που ανοίγεται συν τω χρόνω με Αυτό μπροστά μας, φέρνοντας μας σε επαφή με την ολότητα του.

Αυτό δεν είναι ξέχωρο από τον κόσμο και το γίγνεσθαι του, αλλά είναι ο ίδιος ο κόσμος στην ολότητα του και το γίγνεσθαι στην αιωνιότητα του. Δεν βρίσκεται εκτός των πραγμάτων, αλλά παρουσιάζεται μέσω αυτών, αποτελώντας την κάθε τους στιγμή και ταυτόχρονα την αιωνιότητα από όπου πηγάζουν, στην οποία πλέουν και σε αυτήν που επιστρέφουν. Ο Λόγος Αυτού εμπεριέχεται στο κάθε τι, σαν η αιτία της ύπαρξης κάθε πράγματος, σαν ο λόγος αυτού του πράγματος. Δεν θα τον συλλάβουμε πηδώντας έξω από τα πράγματα, τον χώρο και τον χρόνο, αλλά εξερευνώντας τα ως προς Αυτό, γνωρίζοντας τα εν σχέσει με το απόλυτο του και μαθαίνοντας τον εαυτό μας στη σχέση του με αυτό.

Η ατελεύτητη και απρόσκοπτη, φυσική και αβίαστη ερωτηματοθεσία μας μπορεί να μας οδηγήσει με τις απαντήσεις που βρίσκει κοντά σε Αυτό και οι οποίες εκπορεύονται σαν ερωτήσεις από Αυτό. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όχι μόνο πλουτίζουμε σε γνώσεις, αλλά ό,τι μαθαίνουμε είναι σύμφωνο με Αυτό και ευσταθεί. Όταν η γνώση δεν επι-στρέφεται σαν ερώτηση για το Όλον, από όπου προήλθε το επιμέρους πράγμα που εμείς καταφέραμε να γνωρίσουμε, αλλά κατακρατείται σαν δική μας απάντηση, ώστε να εκμεταλλευτούμε με αυτήν το πράγμα που μας την έδωσε, παραβαίνει την τάξη της συμπαντικής οικονομίας κατακρατώντας κάτι που δεν της ανήκει. Η τάξη αυτή όντας ασύλληπτη όπως κι Αυτό, δεν εμπίπτει στον δικό μας έλεγχο για να τη χειραγωγήσουμε και τιμωρεί αναπόφευκτα την παραβατική γνώση του ανθρώπου.

Η σύλληψη της τάξης Αυτού είναι εκτός δυνατοτήτων της συμβατικής γνώσης και βρίσκεται ακριβώς στα όρια της, εκεί, όπου η γνώση έχοντας εξαντλήσει τη γνωστική της δύναμη ανοίγεται στο άγνωστο, αποδέχεται την ασύλληπτη τάξη του και γίνεται πίστη. Η πίστη, ως υπερβατική γνώση, που (ανα)γνωρίζει το άγνωστο χωρίς να το ξέρει, έλκει σαν μαγνήτης τη γνωστικότητα να αναπτυχθεί στο πεδίο της για να γνωρίσει κι αυτή από κοντά τη μυστική γνώση της πίστης. Με αποτέλεσμα, η γνώση αναπτυσσόμενη μέσα στο ελκτικό πεδίο της πίστης να διευρύνει διαρκώς τα όρια της, χωρίς να τα παραβαίνει.

Μέσα στα διαρκώς διευρυνόμενα όρια της γνώσης, τα ονόματα και τα σύμβολα που δίνουμε στα πράγματα που γνωρίζουμε και στις σχέσεις που διαπιστώνουμε, ονομάζουν συμβατικά κάτι το υπερβατικό το οποίο πάντα θα μας διαφεύγει, που είναι το Όλον όπου είναι ενταγμένα τα πράγματα κι από όπου αναβλύζουν οι μορφές τους. Αν το παραγνωρίζουμε και νομίζουμε ότι ονομάζοντας τα πράγματα, μπορούμε και να τα ελέγξουμε, σαν να τα κατέχουμε στην ολότητα τους, αυθαιρετούμε. Μπορεί τα πράγματα να υποχωρούν προσωρινά στον αυθαίρετο γνωστικό τους εγκλωβισμό, που τα διασπά σε αναλυτικούς χαρακτηρισμούς των μερών τους για να τα ελέγχει διαιρεμένα, αλλά όταν αυτά όλα μαζί ανασυντίθενται σαν ο σύνολος κόσμος ενώπιον του δικαστηρίου της όλης και αδιαίρετης πραγματικότητας Αυτού, καταδικάζουν τον αυθαιρετούντα άνθρωπο αφαιρώντας του κάθε εξουσία. Αν δεν το καταλάβει αυτό έγκαιρα, τότε, ο άνθρωπος θα κληθεί, αργά ή γρήγορα, να επιστρέψει με τόκο όσο πλούτο απέκτησε με τη λαφυραγωγημένη γνώση της φύσης. Τα κενά της αποσπασματικής του γνώσης δεν θα μπορούν για πολύ να συγκαλύπτονται με τους δογματισμούς κάθε είδους που μετέρχεται για να ολοκληρώσει κατ’ ιδίαν και αυτάρεσκα την ερμηνεία του κόσμου, αποστομώνοντας τα ερωτήματα του λόγου του και οικειοποιούμενος καταχρηστικά Αυτό που τον υπερβαίνει και δεν θα το μάθει ποτέ, όσο κι αν θέλει να τα ξέρει όλα.

Οι απαντήσεις που έχουν δώσει όλα ανεξαιρέτως τα δόγματα, θρησκευτικά ή επιστημονικά, για να οικειοποιηθούν Αυτό παρουσιάζοντας το απαντημένο από αυτά, δεν στηρίζονται στη φυσική και λογική αλληλουχία αιτίας και αποτελέσματος, αλλά τη διακόπτουν βίαια, χωρίς να παρακολουθούν τις συνέπειες της και την κλείνουν βιαστικά επικαλούμενες κάποιον αβέβαιο κανόνα σαν συμπαντική εξίσωση τους ή κάποιο αφύσικο γεγονός σαν θεό τους. Αυτή η διακοπή της λογικής ακολουθίας επιτρέπει τον παραλογισμό να παρεισφρέει κατά καιρούς μαζικά στην τάξη των ανθρώπων προκαλώντας απώλεια νοήματος, έκπτωση γνώσεων, αταξία και καταστροφή σε παγκόσμια κλίμακα. Αυτό έχει ιστορικά συμβεί και δεν αποκλείεται να ξανασυμβεί, αν δεν αντιληφθούμε τη βαθύτερη αιτία αυτού του παραλογισμού· τον βιαστικό και βίαιο τερματισμό της λογικής μας ακολουθίας. Επειδή ο λόγος μας κατευθύνεται αβίαστα και από μόνος του στον Λόγο, ρέοντας μέσα από τη φυσική κοίτη των λέξεων, των προτάσεων και της λογικής τους ακολουθίας προς Αυτό, όταν διακόπτεται και φράσσεται η ροή του, υπερπηδά τα λογικά του πλαίσια πλημμυρίζοντας με παράλογα πάθη τον άνθρωπο, που με τον εξοπλισμό του μπορεί να προκαλεί υπέρμετρες καταστροφές. Η απρόσκοπτη ροή του λόγου μας είναι η μόνη που μπορεί να μας προστατεύσει από τέτοιες περιοδικές (αυτό)καταστροφές και να μας ανοίξει ασφαλή περάσματα προς την αέναη δημιουργία Αυτού, από όπου έχουμε προέλθει και όπου επιστρέφουμε περνώντας από αυτή τη γη που ζούμε.

Εφόσον το ποιο είναι Αυτό μένει σαν ερώτημα ανοιχτό και δεν φράσσεται με πρόχειρες απαντήσεις, που ανακόπτουν την ερωτηματικότητα μας οδηγώντας την πρόωρα στο τέλος της, προκαλεί το λογικό μας να κινηθεί προς συνάντησή του και το προσκαλεί σαν έρωτας. Ο έρωτας και το ερώτημα έχουν ρίζα κοινή στα ελληνικά (όπως και οι συναφείς λέξεις του «ρο», «ροή», «ρώμη» και «ρήμα»), γιατί αυτό που ερωτά ή αναρωτιέται είναι ανοικτό και αναζητά μια απάντηση, κάποιον ή κάτι να το συναντήσει, ενώ, αντίθετα, ότι είναι απαντημένο είναι και κλειστό. Εφόσον Αυτό μένει ανοιχτό στη σκέψη μας, έλκει ερωτηματικά το λογικό μας να συνευρεθεί με την ολότητά του και του δίνει χώρο ελεύθερο να αναπτυχθεί προς κάθε κατεύθυνση μέχρι να φωτίσει όλες τις πτυχές της ύπαρξης μας και να εξερευνήσει κάθε δυνατότητα, ώσπου να μας ταξιδέψει στις εσχατιές μας και εκεί να μας ενώσει με Αυτό, το πέρα από εμάς. Προσανατολισμένοι ερωτικά και ερωτηματικά σε Αυτό, όχι μόνο μαθαίνουμε, αλλά μαθαίνοντας συν-ουσιαζόμαστε την πληρότητα του, βιώνοντας την ευφορία της. Γνωρίζοντας τον κόσμο ερω(τημα)τικά, η γνώση αποκτά βιωματική και οργανική χροιά, η οποία μας αγγίζει παντού και μας ικανοποιεί συνολικά, όχι μόνο «εγκεφαλικά». Διεγείρει όλες τις πλευρές μας σε μέθεξη Αυτού που μας ξεπερνά και μας μεθά σαν έρωτας. Με την κορύφωση της συν-ουσίας Αυτού και έχοντας εξαντλήσει κάθε ετερότητα μας, αφού θα έχουμε διαθέσει όλη τη λογική μας δύναμη στον έρωτα του Λόγου Του, μπορούμε να ενταχθούμε σαν άρτια μέρη στην απλή, αυτονόητη, επαναλαμβανόμενη αρτιότητα, ολότητα και κυκλικότητα του αέναου κόσμου, όπως μας τον υποδεικνύει παραδειγματικά η γύρω μας φύση.

Δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε ποιο ακριβώς είναι Αυτό, όπως δεν μπορούμε να αιτιολογήσουμε ποτέ πλήρως τον έρωτα μας. Όμως, όπως στον έρωτα αν και δεν τον ξέρουμε ακριβώς, μπορούμε να διακρίνουμε τι είναι ερωτικό και τι δεν είναι, έτσι και με Αυτό, μπορούμε να διακρίνουμε τι είναι αυτό που του αναλογεί, όπως η ερω(τημα)τικότητα ή άλλα χαρακτηριστικά, τα οποία να μας δώσουν τη γενική κατεύθυνση και τα συγκεκριμένα πατήματα για να βαδίζουμε σωστά. Ρυθμίζοντας το σωστό ως προς Αυτό, σημαίνει ότι ρυθμίζουμε τις πράξεις και τις κρίσεις μας σαφώς ερωτηματικά, δηλαδή ως προς κάτι που δεν ξέρουμε ακόμη, και όχι ως προς κάτι που ήδη γνωρίζουμε από πριν. Αυτό απελευθερώνει το σωστό από τα λάθη του παρελθόντος και το κάνει να είναι σωστό, όχι γιατί δεν είναι λάθος, αλλά γιατί είναι σωστό.

[4]

Σωστό δεν είναι ότι δεν είναι λάθος. Σωστό είναι ότι είναι σωστό.  Αν και μπορεί να μην ξέρουμε ποιο ακριβώς είναι, αλλά το ακολουθούμε με την πίστη μας σε Αυτό, που δεν γνωρίζουμε, και έτσι κινούμαστε πέρα από ό,τι ήδη έχουμε κάνει, πάθει και μάθει με τα λάθη μας, προς ό,τι δεν έχει γίνει ακόμη, αλλά μέλει να γενεί και να μαθευτεί σαν σωστό.

Το σωστό βρίσκεται σε αυτό που θέλουμε να πραγματοποιήσουμε ακολουθώντας την παρόρμηση του γίγνεσθαί μας. Αν αποδειχθεί στην πορεία ότι κάνουμε κάποιο λάθος, θα έχουμε μάθει το σωστό από το λάθος που θα έχουμε κάνει. Με αυτόν τον τρόπο μαθαίνουμε το σωστό ενεργητικά (κάνοντας το σωστό), και όχι παθητικά (διδασκόμενοι από τα λάθη που έχουμε κάνει).

Αν περιορίζουμε το σωστό σε όσα ήδη έχουμε κάνει και στα λάθη που μας έχουν διδάξει, τότε δεν μαθαίνουμε τίποτε διαφορετικό από όσα ήδη γνωρίζουμε. Μένουμε εγκλωβισμένοι σε μια πραγματικότητα που ανακυκλώνει τα λάθη της και την οποία δεν μπορούμε να διορθώσουμε, όσο κατηγορηματικά και να την κατακρίνουμε. Η κατάκριση, που αντλεί την κατηγορηματικότητα της από τη βεβαιότητα τού ήδη γνωστού και βεβαιωμένου λάθους, αδυνατεί να συλλάβει κάτι διαφορετικό από ό,τι ήδη συμβαίνει και να τροποποιήσει την πραγματικότητα που κατακρίνει, στρέφοντας την προς έναν άλλο τρόπο πραγματοποίησης, ποιοτικά διαφορετικό. Μπορεί να αλλάζει την εσωτερική διάρθρωση του λάθους και να το κάνει, ας πούμε, δικαιότερο μοιράζοντάς το σε όλους «δημοκρατικά» (όταν κατηγορεί μόνο τους ηγέτες και όχι τους υπηκόους τους), αλλά δεν ξεριζώνει το λάθος.

Η κατηγορηματική προσωποποίηση της κατάκρισης όχι μόνο δεν ξεριζώνει το λάθος, αλλά δυναμώνει τη σχέση της κατηγορίας (του λάθους, εδώ) με τον κατηγορούμενο, γιατί τον ταυτίζει με κάτι που κάνει. Έτσι δίνουμε μια οντολογική υπόσταση στο λάθος, την οποία αυτό δεν έχει. Όταν λέμε ότι κάποιος «είναι λάθος» ή «είναι κακός» και όχι ότι «κάνει λάθος» ή «κακό», αποκλείουμε με την κατηγορηματικότητα τού «είναι» τη δυνατότητα του σωστού και του καλού. Επειδή, όμως, δεν ξέρουμε ποιό είναι το Είναι, όπως δεν ξέρουμε ποιο είναι Αυτό, δεν μπορούμε να είμαστε κατηγορηματικοί στις κατακρίσεις μας, παρά μόνο ερωτηματικοί. Αυτό δεν σημαίνει ότι αφήνουμε το λάθος να υφίσταται, αλλά ακριβώς επειδή υφίσταται και αποτελεί ένα δεδομένο που ήδη γνωρίζουμε, το μόνο ριζικό που μπορούμε και πρέπει να κάνουμε για αυτό, είναι να το γνωστοποιήσουμε προς όσους δεν το ξέρουν ακόμη.

Το λάθος δεν διορθώνεται με το να ασχολούμαστε με αυτό, αλλά με το να κάνουμε το σωστό, όπως το πιστεύουμε, χωρίς ακόμη να το ξέρουμε, όπως ξέρουμε το λάθος· εκτός αν εμείς δεν το γνωρίζουμε, ενώ είναι γνωστό στους άλλους. Τότε, το μόνο ριζικά ανασκευαστικό που πρέπει και μπορεί να γίνει για το λάθος είναι να γνωστοποιηθεί προς όλους. Από εκεί και πέρα, τον δρόμο του σωστού τον ανοίγει η πίστη του καθένα. Εφόσον η γνώση του λάθους διαδίδεται στο σύνολο και η πράξη του σωστού αναλαμβάνεται από το άτομο, πηγαίνουμε ορθά προοδεύοντας εν Αυτώ.

Σωστός είναι ο δρόμος που οδηγεί σε καθαρό πλούτο προσφέροντας το επι-πλέον που διαθέτει ο καθένας για να εκ-πληρωθεί.

Ο δρόμος του σωστού είναι πάντα προσοδοφόρος, διότι ακόμη και να αποδειχθεί λάθος, θα έχει κερδηθεί η γνώση του λάθους. Από την άλλη, ο εγνωσμένα λάθος δρόμος επιφέρει καθαρή ζημία, που δεν αναπληρώνεται. Είναι μια σκέτη απώλεια χρόνου, ματαίωση ενεργειών και σπατάλη μέσων, από την οποία δεν κερδίζει κανείς τίποτε, ενώ χάνουν πολλοί. Δεν κερδίζεται ούτε η γνώση του λάθους.

Το να κάνουμε λάθος από άγνοια δεν είναι κακό, έστω και αν δεν είναι καλό όσο το να κάνουμε το σωστό κάνοντας αυτό που πιστεύουμε, παρόλο που το αγνοούμε. Επειδή όμως εν τω γίγνεσθαι δεν υπάρχει κάποια σταθερή κατάσταση μεταξύ σωστού και λάθους, αλλά, ή θα πάμε στον σωστό δρόμο ή στον λάθος, δεν μπορούμε να επικαλούμαστε μια ζωή για άλλοθι των λαθών μας την άγνοια, εφόσον δεν έχουμε φροντίσει να μάθουμε κάτι, κάνοντας αυτό που πιστεύουμε.

Αν μάθουμε ότι κάτι είναι λάθος κι εμείς το κάνουμε παρόλα αυτά, δεν μας δικαιολογεί καμία πίστη, γιατί η πίστη βρίσκεται πέραν του γνωστού.
Μέσα στα όρια του γνωστού ή θα κάνουμε το σωστό ή το λάθος καθαρά, όπου το καθαρό λάθος σαν καθαρή απώλεια είναι ξεκάθαρα κακό, ενώ, το καθαρά σωστό σαν καθαρό κέρδος είναι καλό, ακόμη κι αν αποδειχτεί λάθος, αρκεί να είναι μια πράξη πίστης.

[5]

Το κακό υπάρχει ως κενό, ως κάτι που δεν υπάρχει, αφού εν Αυτώ τίποτε δεν μπορεί να είναι κακό, από τι στιγμή που «είναι» κάτι, άρα έχει μια θέση στην ολότητα Αυτού. Το κακό είναι το «μη-είναι». Δεν έχει καμία υπόσταση, παρά συμβαίνει σαν καθαρή απώλεια, η οποία διαγράφει δια παντός από το Είναι ό,τι είναι λάθος. Όταν λέμε ότι κάτι είναι κακό ή κάνει το κακό εννοούμε ότι επιφέρει καθαρή απώλεια, ως καθαρό λάθος, που διαπράττεται μέσα στα όρια του γνωστού. Γι’ αυτό, είναι κακό να μη μαθαίνεις αυτό που είναι γνωστό, όπως είναι και κακό να μην ανακοινώνεις αυτό που ξέρεις. Η άγνοια από μόνη της δεν είναι κακό. Κακό είναι η απόκρυψη του γνωστού, η αποσιώπηση της αλήθειας, η εσκεμμένη αμάθεια ή, ακόμη χειρότερα, η σκόπιμη παραπληροφόρηση, δηλαδή το ψέμα.

Το ψέμα είναι το χειρότερο, επειδή μπορεί να επιφέρει μεγαλύτερη απώλεια παραπληροφορώντας κάποιον και κατευθύνοντάς τον στο λάθος ενεργητικά (και όχι παθητικά, όπως όταν του αποκρύβεται η αλήθεια). Όταν λέγεται ένα ψέμα, εκλαμβάνεται εύκολα ως αλήθεια, διότι ο λόγος εκ φύσεως έχει την ιδιότητα να λέει τα πράγματα ως έχουν και όχι να παραπλανεί. Έτσι τον μαθαίνουν τα παιδιά και είναι αδύνατον να τον μάθουν διαφορετικά, τουλάχιστον στην αρχή. Βάσει της αρχικά φυσικής πειστικότητας του, έχει τη δυνατότητα να εξαπατά όταν αλλοιώνεται τεχνητά και λέει άλλα αντ’ άλλων. Η εξαπάτηση είναι η κερκόπορτα από την οποία εισχωρεί το κακό στον κόσμο των ανθρώπων ξεγελώντας τα φυσικά αντανακλαστικά του λογικού τους ελέγχου, διότι ενδύεται μέσω του λόγου τη μάσκα της αλήθειας.

Ο άνθρωπος, μαθαίνοντας το ψέμα στην πορεία, δεν βασίζεται στον λόγο και κοιτάζει άλλα στοιχεία και εκφράσεις για να διαπιστώσει αν ο λόγος αληθεύει ή ψεύδεται. Κατά συνέπεια, το ψέμα διαβρώνει την εμπιστοσύνη στον λόγο κλονίζοντας την αξιοπιστία τού μόνου μέσου που μπορεί να μεταφέρει άμεσα την έλλογη γνώση και να διαδώσει ευθέως την αλήθεια. Εξ αιτίας της φθοράς του λόγου χάνεται χρόνος στην εξακρίβωση όσων λέγονται, γεγονός που καθυστερεί την εξέλιξη του ανθρώπου γενικά, αλλά και του ατόμου ειδικά, αν και τα άτομα καταφεύγουν, συνήθως, στο ψέμα νομίζοντας ότι θα κερδίσουν χρόνο υπεκφεύγοντας της αλήθειας. Μέσα σε αυτά τα «κλεμμένα» χρονικά περιθώρια, βιάζονται να κάνουν κάτι που θα ενισχύσει τη διαπραγματευτική τους θέση, ώστε μετά να παζαρέψουν την αλήθεια από θέση ισχύος. Όμως η αλήθεια είναι αναπόφευκτη και όταν επέρχεται σαρώνει τα έργα του ψεύδους, που τόση ενέργεια και τόσους πόρους ανάλωσαν μάταια. Για την πολλαπλή απώλεια που προκαλεί το ψέμα, πρέπει να καταδικάζεται ανάλογα, ενώ, η ειλικρίνεια πρέπει να επιβραβεύεται ανάλογα, σαν η μεγαλύτερη αρετή.

Η ειλικρίνεια φέρει πολλαπλά οφέλη, διότι δεν λειτουργεί θετικά μόνο με τη διάδοση της γνώσης - την οποία ένας ειλικρινής άνθρωπος παρέχει στους άλλους, αποκαλύπτοντας τους όσα γνωρίζει - αλλά, συντελεί και στη διεύρυνση των ορίων της γνώσης, με την περαιτέρω ανακάλυψη της αλήθειας. Όταν κάποιος είναι ειλικρινής τοποθετείται χωρίς υπεκφυγές απέναντι στον εαυτό του και τον θέτει ενώπιον της ενδόμυχης αλήθειας του, ακόμη και αν αυτή δεν συμφωνεί με ό,τι συμβαίνει και είναι κοινωνικά αποδεχτό. Έτσι μπορεί να οδηγηθεί έξω από τα όρια όσων έχουν γίνει και είναι ήδη γνωστά, προς κάτι που αυτός ακράδαντα πιστεύει ή αμετάκλητα θέλει. Έτσι, ως θαρραλέα ομολογία πίστεως, η ειλικρίνεια ωθεί τη γνώση στην υπερβατικότητα που χρειάζεται για την πρόσβαση της στην άγνωστη αλήθεια, και ως ομολογία επιθυμίας, κινητοποιεί την πράξη πέραν όσων έχουν ήδη γίνει και την ωθεί στο γίγνεσθαι εν Αυτώ.

Η ειλικρίνεια ως δικός μας τρόπος προσέγγισης της αλήθειας αποτελεί ήθος. Η αλήθεια αντιστοιχώντας άμεσα σε ό,τι όντως είναι, αποτελεί κατηγόρημα Αυτού και βρίσκεται πέραν του καλού και του κακού, όπως και πέραν του σωστού και του λάθους· αυτά είναι ηθικοί χαρακτηρισμοί του ανθρώπου, που χαρακτηρίζουν θετικά ό,τι μας φέρνει σε επαφή με το είναι μας και την αλήθεια του, και αρνητικά ό,τι μας χωρίζει από αυτήν, κρατώντας μας στην άγνοια ή, ακόμη χειρότερα, μας απομακρύνει παραπλανώντας μας με το ψέμα.

Η αλήθεια τού είναι μας δεν βρίσκεται κάπου έξω από εμάς για να την πλησιάσουμε διανύοντας ένα κάποιο διάστημα χώρου, αλλά βρίσκεται μέσα μας και είναι πάντα εκεί. Γι’ αυτό, η ειλικρίνεια σηματοδοτεί την επιστροφή μας από τον μετρήσιμο χώρο στον αέναο χρόνο, προκαλώντας την καθετοποίηση της γνώσης μας και της δράσης μας στην πηγή του Είναι, και επαναφέροντας την επεκτατικότητα μας στο ερώτημα του λόγου της. Η ειλικρίνεια είναι μια ποιοτική κατηγορία θετικά προσδιορισμένη, δηλαδή καλή, επειδή σηματοδοτεί έναν θετικό τρόπο προσέγγισης του ποιοτικού ερωτήματος «ποιοί είμαστε», από το οποίο, αντίθετα, μας απομακρύνει το ψέμα, που είναι γι’ αυτό αρνητικά προσδιορισμένο, άρα κακό.

Το καλό δεν είναι μια κατάσταση ουδέτερη, ούτε η καλοσύνη μια στάση παθητική (όσο κι αν έχει υποδειχθεί έτσι από τις θρησκείες της καρτερικότητας), αλλά, ως προς την αλήθεια, κάτι πρέπει να είναι θετικό και ενεργητικό για να είναι καλό. Το καλό μάς προάγει στο σωστό άγοντας μας σε Αυτό· η καλοσύνη ενθαρρύνει την ειλικρίνεια, που μας ωθεί στο σωστό, πέρα από το ήδη γνωστό και κοινωνικά αποδεκτό, προς αυτό που πιστεύουμε και θέλουμε αληθινά, παρέχοντας μας έτσι τη δυνατότητα πρόσβασης στην αλήθεια τού είναι μας. Συναρτώντας το καλό με το σωστό και το κακό με το εγνωσμένο λάθος, συναρτούμε την ηθική με τη γνώση και την εντάσσουμε λειτουργικά στη θεωρία. Ο ρόλος της ηθικής σε αυτήν είναι να τονίζει θετικά ό,τι μας φέρνει σε επαφή με την αλήθεια και αρνητικά ό,τι μας απομακρύνει.

Ο άνθρωπος, βέβαια, έχει την ελευθερία να επιλέξει όποια κατεύθυνση θέλει, από το να αναδιπλωθεί σε ξεπερασμένες και δογματικές «ηθικές», μέχρι να φερθεί ανήθικα, αλλά δεν έχει τη δυνατότητα να αποφύγει τις συνέπειες των επιλογών του. Οι τεχνολογικές επιτυχίες του και η τεχνητή πραγματικότητα που κατασκεύασαν μπορεί να του έχουν δώσει τη ψευδαίσθηση αυτοκαθορισμού και να νομίζει ότι οι όροι της ύπαρξης του εξαρτώνται από τον ίδιο, αλλά αυτό δεν είναι παρά ένας παραλογισμός από τη μέθη της δύναμης του λόγου του. Σκεπτόμενος νηφάλια, ο άνθρωπος ξέρει ότι δεν μπορεί να οριστεί αφ’ εαυτού και να αυτοκαθοριστεί, διότι δεν είναι αυθύπαρκτος, όπως άλλωστε τίποτε στον κόσμο δεν υφίσταται από μόνο του και δεν μπορεί να οριστεί πλήρως και καθαρά καθ’ εαυτό και αφ’ εαυτό, αφού όλα εξαρτούν από κάτι άλλο την ύπαρξη τους. Μόνο το όλον όλων αυτών είναι αυθύπαρκτο, πλήρες και αυτάρκες, άρα το μόνο που αυτοκαθορίζεται. Όλα τα άλλα υπάρχουν και ορίζονται εν σχέσει με κάτι άλλο πέραν αυτών, με το οποίο συνδεόμενα ολοκληρώνονται και ταυτοποιούνται. Η ταυτοποίηση τους, μάλιστα, βρίσκεται στη σύνδεση τους με αυτό που τα ολοκληρώνει και όχι στην αποσύνδεση τους από ό,τι τα καταργεί. Ορίζεται θετικά και όχι αρνητικά.

Friday, August 11, 2006

[6]

Το είναι δεν είναι ό,τι δεν είναι. Το είναι είναι. Αυτό που είμαστε ορίζεται θετικά από αυτό που είμαστε και όχι από ό,τι δεν είμαστε. Όμως, αυτό που είμαστε δεν είναι το διαχωρισμένο εμείς μας, αλλά εμείς μαζί με αυτό που μας ολοκληρώνει και μας ταυτο-ποιεί, εμείς σε σύνδεση μαζί του, εμείς και (τε) αυτό (τ’αυτό). Το είναι μας δεν αποτελεί κάποιο δεδομένο, αλλά συνιστά διαρκές ζητούμενο ταύτισης μας μαζί του. Υπάρχουμε εν σχέσει με αυτό, βρισκόμαστε εν κινήσει προς αυτό, το πέρα από εμάς, ως προς το οποίο οριζόμαστε πλήρως.

Ο ορισμός είναι ανάγκη όλων των όντων, είτε ασυνείδητη και άλογη, είτε συνειδητή κι έλλογη, όπως στον άνθρωπο. Το ζητούμενο του ορισμού κάθε όντος είναι η ολοκλήρωση του λόγου της ύπαρξης του και η πλήρης ταυτοποίηση μαζί του. Δεν ξέρουμε αν ο λόγος ύπαρξης του ανθρώπου στον κόσμο είναι για να τον επαναλάβει σαν νόηση και γλώσσα, αφού είναι αδύνατον να ξέρουμε τον λόγο του λόγου του. Ένα είναι βέβαιο, ότι ο λόγος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος και οδηγία της ύπαρξης του, την οποία πρέπει να ακολουθήσει στις έσχατες συνέπειες της, ώστε να εκπληρώσει τον όρο ύπαρξης του και τον ορισμό του. Αυτό τον οδηγεί λογικά στην αναζήτηση Αυτού που τον καθορίζει και τον ξεπερνά σηματοδοτώντας την απώτατη αναφορά του ανθρώπινου λόγου και το όριο του.

Η ταυτοποίηση μας ολοκληρούται όταν ξεπερνάμε τον εαυτό μας φτάνοντας τον στα όρια του. Όχι καταργώντας τον ή εκμηδενίζοντας τον (με τις θρησκείες), ούτε περιχαρακώνοντας τον (με τον ατομισμό), αλλά οδηγώντας τον στον μέγιστο βαθμό της ύπαρξης του και στα έσχατα όρια του. Εκεί, έχοντας ενσωματώσει κάθε εγγενές του στοιχείο και εκπληρώσει όλες τις προδιαγραφές του ολοκληρώνουμε τη μορφή μας και περνάμε φυσιολογικά στο αμέσως μετά από εμάς, σε Αυτό στο οποίο ανήκουμε. Όμως, για να φτάσει ο άνθρωπος εκεί, εκπληρώνοντας τον προ-ορισμό του, πρέπει να κινηθεί στο εδώ, διότι το «εκεί» είναι ακριβώς μετά το «εδώ» και βρίσκεται στο όριο του.
Για να έρθουμε σε επαφή με αυτό που μας ορίζει και αποτελεί το όριο μας, πρέπει πρώτα να διασχίσουμε το εδώ μας κινούμενοι θετικά προς αυτό που είμαστε, και όχι προσδιοριζόμενοι αρνητικά, προς τα πίσω, προς αυτό που δεν είμαστε ή αφαιρετικά, πηδώντας προς τα πάνω, υπερπηδώντας την πραγματικότητα μας, παραβλέποντας την ή απαξιώνοντας την. Ούτε πρέπει, από την άλλη, να αφήσουμε κανέναν «ρεαλισμό» να αγνοεί την ανάγκη μας να κινηθούμε προς το πέραν από εμάς και να μας καθηλώνει σε μια πραγματικότητα που δεν είμαστε εμείς, αλλά μόνο τα εγώ μας. Τόσο οι θρησκείες και οι δογματικές ιδεολογίες όσο και ο ατομισμός και ο αντι-ιδεολογικός ρεαλισμός υποπίπτουν στο σφάλμα του αφαιρετισμού, της αφαίρεσης για την αφαίρεση ή την αυτοαφαίρεση, που αφαιρεί κάτι από εμάς και την πραγματικότητα μας, μόνο και μόνο για να αφαιρέσει και όχι για να συνθέσει, παραβιάζοντας βασικούς κανόνες της λογικής μας, διότι αφήνει αναίτια και παράλογα σκοτεινό, δεν ερμηνεύει και δεν εκφράζει ένα μέρος του εαυτού μας (το υλικό ή το άυλο) απαξιώνοντας το θεωρητικά, δηλαδή, αφαιρεί κάτι από Αυτό εξαιρώντας το από την ολότητα του, πράγμα λογικά αδύνατο.

Πριν επικαλεστούμε το πέρα από εμάς, ως τον απροσπέλαστο Λόγο Αυτού, για να δικαιολογήσουμε την αδυναμία της λογικής μας, πρέπει πρώτα να εξαντλήσουμε όλες τις λογικές μας δυνατότητες να ερμηνεύσουμε την πραγματικότητα μας, όπως και να πραγματοποιήσουμε την ερμηνεία μας εκφράζοντας την άμεσα, τόσο θεωρητικά σαν λόγο, όσο και πρακτικά σαν πράξη, σύμφωνη με τη θεωρία μας, η οποία να τροποποιεί ανάλογα τις υλικές μας συνθήκες.

Για να αλλάξουμε την πραγματικότητα μας πρέπει να καταλάβουμε ότι εμείς οι ίδιοι είμαστε η πραγματικότητα μας και πάμε μαζί αυτήν, βήμα βήμα, συνδυάζοντας σκέψη και πράξη, ύλη και πνεύμα, μέχρι να διανύσουμε την απόσταση που μας χωρίζει από αυτό που μας ταυτοποιεί. Ο βηματισμός μας δεν μπορεί να γίνει μόνο με την έκταση του θεωρητικού μας σκέλους, αν δεν ακολουθείται από το πρακτικό, και αντίστροφα. Αν μείνουμε ακίνητοι σε διασκελισμό προτείνοντας μόνο το ένα σκέλος, θα χάσουμε την ισορροπία και θα πέσουμε. Αυτά τα δύο πάνε μαζί, δεν ευσταθεί καμία θεωρία αν δεν ακολουθείται από την ανάλογη της πράξη, όπως και δεν μπορούμε να κάνουμε κανένα βήμα στην πράξη, αν δεν έχουμε δει ένα βήμα μπροστά στη θεωρία. Όπως στο απόλυτο σκοτάδι ακινητοποιούμαστε, έτσι και καμία πρόοδος δεν είναι εφικτή χωρίς την ανάλογη θεωρία της. Για να προχωρήσει κάποιος μπροστά πρέπει να βλέπει (θεωρεί) μπροστά, αλλιώς μένει στάσιμος, πέφτει ή οπισθοχωρεί.

[7]

Όπως κάθε τι, έτσι και η θεωρία δεν ορίζεται αρνητικά, ως προς αυτό που δεν είναι, ως απλά αντίθετη, για παράδειγμα, στη σκοτεινή πραγματικότητα και στην τυφλή πράξη. Αν ήταν περιορισμένη στην άρνηση ή στην αντίθεση της προς τη σκοτεινή ή α-θεώρητη πραγματικότητα, δεν θα μπορούσε να της ξεφύγει και να οριστεί θετικά, αφού, οριζόμενη αρνητικά από την πραγματικότητα θα εξαρτιόταν πάντα από αυτήν και έτσι δεν θα μπορούσε να μας δείξει άλλον δρόμο πέραν αυτής. Η θεωρία για να είναι θεωρία πρέπει να ορίζεται θετικά ως προς αυτό που είναι και αυτό βρίσκεται πέραν αυτής, έγκειται στα όρια της, σε αυτό που ολοκληρώνει τον ορισμό της ως λογική συγκρότηση, ήτοι στην ένωση της με τον Λόγο. Επειδή η θεωρία πρέπει εξ ορισμού να αναφέρεται στον Λόγο Αυτού για να ορίζεται ως καθαρή θεωρία, βάσει αυτής της καθοριστικής της Αρχής πρέπει να συστηματοποιεί τις πρωτ-αρχικές της έννοιες (τις πρώτες σε αναφορά προς την Αρχή της) σε πρωτ-αρχικές κατηγορίες και προτάσεις που να ερμηνεύουν την πραγματικότητα φωτίζοντας την και να ωθούν την πράξη στην πραγματο-ποίηση, πέραν των μηχανικών ή εξαναγκασμένων κινήσεων του σώματος μας.

Οι ελεύθερες, μη μηχανικές κινήσεις μας οργανώνονται σε πράξη πάντα από μια θεωρία. Αν κατευθυνόμαστε λάθος είναι γιατί θεωρούμε λάθος, κι αν βαδίζουμε σωστά είναι γιατί βλέπουμε σωστά. Η θεωρία προηγείται της πράξης εκ της φύσεως της, διότι όντας αποδεσμευμένη από την ύλη και τον χώρο, αντίθετα με την πράξη, μπορεί να αναχθεί από το μέρος στο όλον και από τη στιγμή στον χρόνο, ώστε να δείξει τα περάσματα και τις συνδέσεις που μπορούν να μας οδηγήσουν στον σωστό δρόμο, τον οποίο θα χάσουμε αν έχουμε λάθος θεωρία, δηλαδή μια θεωρία που δεν θεωρεί καθαρά και δεν λειτουργεί θετικά ως προς αυτό που είναι, αλλά υποκρίνεται ότι είναι θεωρία, ενώ δεν είναι και έτσι μπορεί να μας παραπλανά.

Η καθαρή θεωρία εστιάζει το βλέμμα της σε Αυτό, προσηλώνεται στη θέαση του γιατί είναι ερωτευμένη με τον Λόγο του, που την ξεπερνά και τη γοητεύει με την ασύλληπτη σοφία του και το α-θεώρητο απόλυτο του, που την κάνει πιστή ερωμένη του, αν και ξέρει ότι ποτέ δεν θα μπορέσει να το κατακτήσει κατηγορηματικά, αλλά μόνο να σχετιστεί μαζί του ερω(τημα)τικά. Δεν είναι μια νάρκισσος θεωρία, ερωτευμένη με τον εαυτό της, ούτε είναι έμμισθη εταίρα κανενός για να φυτοζωεί στην υπηρεσία του. Αν κάποιοι την υποβιβάζουν σε τέτοιους ρόλους, το κάνουν ενάντια στη φύση της. Φυσιολογικά, είναι το ανώτατο διανόημα μας και σηματοδοτεί την αναφορά μας, ως έλλογα όντα, στον Λόγο της ύπαρξης μας.

Η καθαρή θεωρία μάς άγει στα όρια μας και μας φέρνει σε επαφή με Αυτό ανοίγοντας περάσματα στον Λόγο του και πρόσβαση στη σοφία του για να ερμηνεύσουμε σωστά και να πράξουμε ορθά, ώστε να εκπληρωθούμε. Εφόσον η ερμηνεία και η πράξη την ακολουθούν με συνέπεια, ωθούν την πραγματικότητα πέρα από τα όποια κλειστά και αυτό-αναφορικά υποσυστήματα τη συγκροτούν, συγκρατώντας την συνάμα σε μια κατάσταση έλλειψης, διότι παρουσιάζουν τον ελλιπή εαυτό τους ως το πλήρες στο οποίο αναφερόμενοι μπορούμε να εκπληρωθούμε, ενώ πλήρες είναι μόνο Αυτό, το πέρα από εμάς, στο οποίο μόνο αν ανοιχτούμε θεωρητικά μετέχουμε της πληρότητας του. Μόνο η θεωρία που αναφέρεται καθαρά σε Αυτό και σε τίποτε λιγότερο και μερικότερο της ολότητας του, μπορεί να συλλάβει το γενικό που πρέπει να ακολουθούν οι επιμέρους πράξεις μας, για να προαχθεί η πραγματικότητα μας εν Αυτώ.

Αν και η καθαρά γενική θεωρία μπορεί να παρακινείται από την εμπειρία της πραγματικότητας, δεν μένει ποτέ σε αυτήν, αλλά αναζητεί την ολοκλήρωση της πέραν αυτής. Μπορεί να ξεκινάει από την ερμηνεία της επιμέρους πραγματικότητας βάσει των πρωταρχικών της εννοιών (ως καθαρών διανοημάτων τής φυσικής σκέψης του ανθρώπου), αλλά, μετά, συνθέτει εξ αυτών και της εμπειρίας της ανώτερες συλλήψεις και πρωταρχικές κατηγορίες αναφερόμενη καθαρά σε Αυτό, βάσει των οποίων στη συνέχεια προάγει την ερμηνεία και την πράξη φανερώνοντας τες τους απώτερους λόγους των πραγμάτων. Ο φυσικός της ρόλος, αν και καθαρά ηγετικός, δεν είναι καθόλου ηγεμονικός, διότι λειτουργώντας φυσιολογικά η ίδια, άγει την πράξη στο πέραν αυτής, σε Αυτό, στο οποίο αναφέρεται κι αυτή· δεν υποτάσσει την πράξη στον εαυτό της αυτοαναφερόμενη ναρκισσιστικά και διαστρέφοντας τη φυσική ηγετικότητα της σε αρρωστημένο ηγεμονισμό.

Η θεωρία, σχετιζόμενη τόσο στενά και άμεσα με την πράξη, είναι πράξη αφ’ εαυτής και, ανάλογα, η πράξη είναι θεωρία. Συγχρονίζοντας θεωρία και πράξη προχωράμε τόσο όσο βλέπουμε και βλέπουμε όσο προχωράμε. Καμία υπερπήδηση αυτής της σχέσης δεν μπορεί να μας χαρίσει το φως εξ αποκαλύψεως ή τη λύτρωση εκ θαύματος. Επειδή Αυτό δεν κατοικεί εκτός των πραγμάτων, μόνο ερμηνεύοντας την πραγματικότητα μπορούμε να εμβαθύνουμε τις γνώσεις μας στην ουσία Αυτού και υποθέτοντας τον Λόγο του να θέσουμε τους κανόνες βάσει των οποίων να κινηθούμε σωστά. Στρέφοντας την προσοχή μας στην πραγματικότητα μπορούμε να διακρίνουμε σε τι συνίσταται η ενόχληση μας από αυτήν, η οποία μπορεί να είναι τόση, ώστε πολλοί να θέλουν να αποδράσουν εκτός της και να βρουν καταφύγιο στην αγκαλιά ενός ά-τοπου «θεού», ενώ αυτός, ως Αυτό, βρίσκεται εδώ και τώρα, όντας η ίδια η πραγματικότητα.

[8]

Όλα τα πράγματα μαζί και το καθένα ξεχωριστά είναι Αυτό, ακόμη κι αν ο άνθρωπος πρέπει να αθροίσει στον εαυτό του τη δυσφορία της αποσπασματικότητας του και να την προσθέσει στην κλασματική ύπαρξη του, για να φτάσει σαν πλήρη μονάδα στην ολότητα Αυτού. Ανάλογα και η πραγματικότητά μας, είναι μεν Αυτό, αλλά αθροίζει δυσφορία για να το φτάσει. Αν πρέπει να την αλλάξουμε πρέπει για να την τροποποιήσουμε σαν σύνθεση, ώστε να αυξήσουμε το ποσοστό της ευφορίας εντός της και να μειώσουμε της δυσφορίας. Όχι γιατί δεν τη δεχόμαστε, αρνούμενοι την πλήρη παρουσία Αυτού σε αυτήν, οπότε τείνουμε αφαιρετικά στο μη πραγματικό για να λυτρωθούμε. Αυτό είναι η εύκολη λύση, που αποφεύγει το πρόβλημα για το πώς φτιάχνουμε εμείς την πραγματικότητα μας και το μετατρέπει σε πρόβλημα του απόλυτου, λες και Αυτό έχει κάποια έλλειψη και δεν είναι παντού και πάντα, οπότε λόγω της προβληματικής παρουσίας του στην πραγματικότητα μας να αναζητείται κάπου εκτός αυτής. Βέβαια, Αυτό δεν έχει κανένα πρόβλημα, ούτε υπάρχει κάποιο ρήγμα στο απόλυτο της παρουσίας του, από όπου να διαρρέει εκτός της πραγματικότητας μας. Το απόλυτο δεν μπορεί να έχει πρόβλημα. Το πρόβλημα βρίσκεται στο σχετικό της ύπαρξης μας· στη σχέση, στον τρόπο και στην ποιότητα της συνάρτησης της ως μέρους με το όλον και ως στιγμής με τον χρόνο.

Στο απόλυτο όλα είναι εδώ και τώρα, σε ένα ολόκληρο, μοναδικό και αέναο παρόν, από όπου δεν περισσεύει τίποτε, ούτε λείπει κάτι. Δεν μας χρειάζεται καθόλου για να υπάρχει. Δεν επαφίεται σε εμάς να πούμε ή να κάνουμε κάτι για Αυτό, ενώ είμαστε ήδη σε Αυτό και βιώνουμε το απόλυτο του, που βρίσκεται μέσα μας και μας οδηγεί στη ζωή. Το μόνο που μπορούμε είναι να το αποδεχτούμε, να το ανα-γνωρίσουμε και να το εκφράσουμε ειλικρινά και γενναία, τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη, τροποποιώντας ανάλογα τα δεδομένα της γνώσης μας και της πραγματικότητας μας, χωρίς να φοβόμαστε κανέναν από εμάς, ώστε να είμαστε σε άμεση επαφή με Αυτό.

Άμεσο χαρακτηριστικό Αυτού είναι η πληρότητα και η ολότητα, ως εκ τούτου δεν υπάρχει τίποτε που να μην αποτελεί από μόνο του μια πλήρη μονάδα κι ένα όλον, να μη συντελεί σε μια ολότητα και να συντελείται εντός αυτής, αφού Αυτό ευρισκόμενο σαν όλον παντού, βρίσκεται ολόκληρο και μέσα στο κάθε τι ολοκληρώνοντας το. Φαινομενικά, λοιπόν, μοιάζει σαν παράδοξο η ύπαρξη της δυσφορίας μας για την πραγματικότητα, δηλαδή για Αυτό το ίδιο. Όμως, η δυσφορία μας δεν αφορά την πραγματικότητα του πραγματοποιημένου κόσμου, αλλά του απραγματοποίητου εαυτού μας.

Απραγματοποίητο είναι ό,τι δεν έχουμε ακόμη κάνει πράξη, ενώ μπορούμε να το κάνουμε, ώστε η πραγματικότητα μας να ολοκληρώνεται έτσι που να μη μας λείπει κάτι, και τίποτε να μη μας εμποδίζει από την επαφή μας με Αυτό, αλλά να είμαστε «ένα και ταυτό», εκπληρώνοντας τον λόγο της ύπαρξης μας. Όμως, Αυτό δεν επιτρέπει κανένα κενό, κανένα στερητικό «μη», «όχι» ή «α»-πραγματοποίητο να υφίσταται εκτός της πραγματικότητας του, αφού ως απόλυτο τα εμπεριέχει όλα στην ολότητά του. Έτσι, το μη πραγματοποιημένο μέρος μας καλύπτεται από την πραγματικότητα της δυσφορίας μας, που αθροιζόμενη στον εν μέρει πραγματοποιημένο εαυτό μας δίνει σαν άθροισμα την ολόκληρη μονάδα που είμαστε εν Αυτώ. Άρα, δεν υπάρχει αντίφαση όταν λέμε ότι Αυτό είναι η πραγματικότητα και την ίδια στιγμή ότι μας ενοχλεί η πραγματικότητα μας. Αντίθετα, Αυτό είναι η αιτία αυτής της δυσφορίας, η οποία έρχεται να συμπληρώσει το κενό μας, να ολοκληρώσει τη λειψή μας πραγματικότητα και να καλύψει την απόσταση ανάμεσα σε εμάς και τον εαυτό μας, ως αρνητικό αίσθημα που μας πιέζει να την ξεπεράσουμε και να ταυτοποιηθούμε για να απαλλαγούμε από αυτό.

Μπορούμε να εγκλωβιστούμε στο ήδη υπάρχον καθεστώς πραγματικότητας, μέχρι να πλημμυρίσουμε από δυσφορία και να βουλιάξουμε στα συμπτώματα της ή να το τροποποιήσουμε και να το ανοίξουμε στο γίγνεσθαι μας, που οδηγώντας μας στη συν-ουσιαστική ολοκλήρωση μας εν Αυτώ, μας γεννά ευ-φορία, (φέροντας μας ευ, καλώς, προς Αυτό). Η ευφορία, αντί μας αθροίζει στατικά σε μονάδα, όπως κάνει η δυσφορία, μας ολοκληρώνει δυναμικά προκαλώντας ανοίγματα στην πράξη ώστε να ξεπεράσει την πραγματικότητα πραγματοποιώντας μας περαιτέρω στην κατεύθυνση της ολοκλήρωσης μας. Με αυτόν τον τρόπο, η ψυχή, με το δίπολο των αισθημάτων της ευφορίας και της δυσφορίας της, μας οδηγεί σε Αυτό από όπου πηγάζει και η ίδια.

[9]

Η ψυχή είναι η υπέρτατη ενότητα, που μας δίνει τη ζωή ενώνοντας μας άμεσα με Αυτό, την πηγή των πάντων. Ως η καθοριστική ενότητα της ζωής, δεν είναι απλά μια μηχανική σύνθεση των μερών που μας απαρτίζουν σαν ζώντες οργανισμούς, αλλά αποτελεί την πεμπτουσία της ένωσης τους, τον λόγο για τον οποίο συντίθενται και το αποτέλεσμα αυτής της σύνθεσης. Η κατάρρευση των κομβικών σημείων της σύνθεσης μας, όπως των ζωτικών μας οργάνων, προκαλεί απώλεια της ενότητας, δηλαδή της ψυχής και επιφέρει τον θάνατο, ως τον οριστικό χωρισμό. Πεθαίνοντας το άτομο διαχωρίζεται οριστικά εις τα εξ ων συνετέθει. Το άυλο μέρος του, που αποτελεί το πνεύμα του, εκπνέει, ενώ, το υλικό, που αποτελεί το σώμα του, αποσαθρούται.

Το πνεύμα μας αποτελείται από τον λόγο (λειτουργικό σύστημα του νου μας) και τη θεωρία (προϊόν της λειτουργίας του νοητικού μας συστήματος). Ο λόγος, σαν λειτουργικό σύστημα, είναι κοινός σε όλους τους ανθρώπους. Η θεωρία διαφοροποιείται στον καθένα χωριστά, ανάλογα με το πώς συνειδητοποιεί και συσχετίζει τα διάφορα ερεθίσματα που δέχεται όσο ζει. Λόγος και θεωρία μαζί διαμορφώνουν στο σύνολο τους το πνεύμα, το άυλο μέρος του ανθρώπου, που χαρακτηρίζει κάθε άτομο χωριστά, δίνοντας του τη ξεχωριστή του προσωπικότητα, η οποία εκπνέει με τον θάνατο του. Το πνεύμα είναι κατά βάση προϊόν του εγκεφάλου, όπου εδράζει ο νους. Βασίζεται, λοιπόν, σε κάτι υλικό για να υπάρχει. Δεν υφίσταται άνευ της υλικής υποδομής του και γι’ αυτό δεν μπορεί να μετακομίζει κάπου αλλού, όταν η υλική μας υπόσταση διαλύεται και αποσαθρούται. Απλά, παύει να υπάρχει.

Η ψυχή, όντας η ζωογόνος ενότητα, παύει να υπάρχει, φυσικά, στο άτομο, μόλις επέρχεται ο οριστικός χωρισμός του κι αρχίζει ακαριαία η αποσύνθεση του. Όμως, η ψυχή παύει μόνο κατ’ άτομο, όταν δεν εκδηλώνεται πια εντός του σαν ενότητα και το άτομο διαλύεται· συνεχίζει να υπάρχει πέραν του συγκεκριμένου ατόμου, ως ψυχή, όπως συνεχίζει να υπάρχει και ζωή μετά τον θάνατο κάποιου. Η ψυχή, όπως και η ζωή, δεν αποτελούν ατομικά χαρακτηριστικά. Η ψυχή υπερέχει του ατόμου εκ της γενικότητας της, η οποία περιέχει το άτομο και όχι το άτομο αυτήν, για αυτό δεν πεθαίνει ποτέ μαζί του. Αυτή η υπερατομική αιωνιότητα της ψυχής έχει δημιουργήσει την παρεξήγηση της αθανασίας τής ατομικής ψυχής. Αυτό που είναι αθάνατο είναι η ψυχή αυτή καθαυτή, διότι όντας το άκρο αντίθετο του θανάτου δεν μπορεί να τον εμπεριέχει, άρα είναι α-θάνατη. Με άλλα λόγια, η ψυχή είναι μια γενική ιδιότητα που χαρακτηρίζει τη ζωή κι όχι ιδιοκτησία κανενός για να την πάρει μαζί του φεύγοντας από τη ζωή. Ως καθαρά γενική, είναι άμεση ιδιότητα Αυτού, του Γένους όλων, στη γενικότητα του οποίου ανήκει το κάθε τι, που αν υπάρχει σαν κάτι ξεχωριστό υπάρχει εξ’ Αυτού και δι΄ Αυτό, γι’ αυτό, για αυτόν τον λόγο.

Η ψυχή και Αυτό είναι ένα και ταυτό, αφού Αυτό όντας ο λόγος όλων είναι και λόγος της ψυχής, που όντας λόγος της ζωής, είναι ένα και ταυτό με Αυτό, στο οποίο οφείλεται η ζωή, όπως και κάθε τι. Αυτή η ταυτολογία και άλλες ανάλογες της (όπως Λόγου και Αυτού, Αυτού και Είναι, κλπ.) είναι ασύλληπτη για εμάς, λόγω του οντολογικού έτερο-καθορισμού μας. Παρόλα αυτά, μπορούμε λογικά να την υποθέσουμε, αφού ό,τι δεν σχετίζεται με κάτι άλλο για να υπάρξει, αλλά υπάρχει καθαρά αφ΄ εαυτό, ως απόλυτο, είναι ταυτόσημο με Αυτό, το μόνο πλήρες αυτό καθ’ αυτό, άρα του αρμόζει η ταυτολογία. Η ψυχή δεν σχετίζεται, ούτε ενώνεται με κάτι έτερο για να υπάρξει, αλλά είναι η ίδια η καθαρή σχέση της ενότητας. Όντας έννοια απόλυτη και καθαρή ταυτίζεται με Αυτό, όπως και κάθε απόλυτη έννοια που δεν επιμερίζεται. Ό,τι δεν αποτελεί μέρος κάποιου πράγματος, αλλά συνιστά όλον και ολότητα από μόνο του, είναι ένα και ταυτό με Αυτό, που είναι το Όλον.

Όπως Αυτό είναι παντού ίδιο και δεν επιμερίζεται, ούτε διασπάται, έτσι και η ψυχή είναι ίδια σε όλους μας. Ως πάντα ίδια, είναι αναλλοίωτη στα χρόνια. Δεν γερνάει μαζί τους, αλλά σαν ένα γυαλιστερό τόπι τούς ξεγλιστράει και αιωρείται ανάμεσα μας όποια ηλικία και να έχουμε, κάνοντας μας όλους σαν ένα αιώνιο παιδί που πηδάει μαγεμένο να πιάσει το άπιαστο τόπι της. Η ψυχή παίζοντας ανάμεσα μας, μας ενώνει όλους στο ίδιο παιχνίδι συνέχοντας τον ένα με τον άλλο και περνώντας από τον ένα στο άλλον με την ένωση του αρσενικού και του θηλυκού και με τη γέννηση μιας νέας ζωής.
Η ψυχή, όντας ενότητα των μερών σε ένα μοναδικό και ενιαίο όλον, παίζει τον ρόλο Αυτού εντός μας, συμπληρώνοντας κάθε κενό, απ-ουσία και διαχωρισμό μας με δυσφορία, και επιβραβεύοντας κάθε κίνηση ενότητας, εκπλήρωσης και συν-ουσίας μας με ευφορία. Διότι, η ψυχή είναι μεν άπιαστη και ασύλληπτη στην ουσία της, όπως Αυτό, αλλά όπως κι Αυτό, έχει τον τρόπο να παρουσιάζεται σε εμάς, που είναι το συναίσθημα.

Το συναίσθημα, ως ψυχική έκφραση, δεν εδράζει αποκλειστικά στην καρδιά ή τον εγκέφαλο ή αλλού, αλλά σε όλα αυτά μαζί, αφού σαν έκφραση ενότητας βρίσκεται ανάμεσα τους και τα συνέχει. Εισακούοντας τα συναισθήματα μας ειδοποιούμαστε για το πως να ρυθμίσουμε τις κινήσεις μας, ώστε να συμβαδίζουν με την φορά της ζωής μας, όπως την εντέλλει Αυτό μέσω της ψυχής μας. Αν κωφεύουμε στα συναισθήματα μας, μη υπακούοντας στις εντολές τους, από κάποιο τραυματικό ψυχαναγκασμό, ή μη εκφράζοντας τα, από κάποιο εξωτερικό εξαναγκασμό, τότε, αυτά αντιδρούν ανάλογα με την πίεση που δέχονται. Άλλοτε πλημμυρίζουν και μας πνίγουν σε μια αδιέξοδη θλίψη (κατάθλιψη) ή σε μια βασανιστική υπερδιέγερση (μανία). Άλλοτε κλιμακώνονται σε εσωτερική κραυγή, που αν δεν την εκφράσουμε εκρήγνυται διαλύοντας το λογικό μας (παράνοια ή σχιζοφρένεια). Γενικά, όσα ονομάζουμε ψυχολογικά προβλήματα δεν είναι παρά οξείς ενοχλήσεις της ψυχής, σαν ενότητας, από διαχωριστικές πράξεις και διασπαστικά βιώματα μας. Ενοχλήσεις που δεν τις εισακούσαμε και δεν τις σχετίσαμε, μέσω της συνείδησης, με τον λόγο μας, ώστε να τις δώσουμε έκφραση και διέξοδο.

Το βασικό δίπολο συν και πλην της κίνησης μας είναι ευθέως ανάλογο με το ευ- και δυσ- των διπολικών αισθημάτων της ψυχής μας (ευ-φορίας και δυσ-φορίας, ευ-αρέσκειας και δυσ-αρέσκειας, ευ-τυχίας και δυσ-τυχίας), που μας δίνουν το παράγγελμα «εν-δυο» για τον σωστό βηματισμό μας στη ζωή. Η δυσφορία μάς δείχνει ότι κάτι δεν πάει καλά και πρέπει να απομακρυνθούμε από εκεί που βρισκόμαστε. Η ευφορία συγχαίρει τη σωστή μας πορεία προωθώντας μας σε αυτήν. Με αυτόν τον τρόπο, η ψυχή συνδράμει στις αποφάσεις μας, ώστε να μας οδηγούν στη σωστή κατεύθυνση. Γι’ αυτό, αν και πρέπει να ακολουθούμε άφοβα τη λογική στις έσχατες συνέπειες της, για να συναντηθούμε με τον Λόγο Αυτού, δεν πρέπει να το κάνουμε χωρίς συναίσθημα, αλλά με μέτρο ακριβώς το συναίσθημα, όπως μας το υποδεικνύει η ψυχή μας. Η λογική μάς φέρνει σε επαφή με τον Λόγο και το συναίσθημα με τη ψυχή, οπότε, ακολουθώντας τόσο τη λογική όσο και το συναίσθημα, τείνουμε στην ολοκλήρωση μας εν Αυτώ, όπου ψυχή και Λόγος είναι ένα και ταυτό.

Η ψυχή όντας ενότητα παρακινεί τα δύο κάθετα υποστασιακά μας σκέλη, το υλικό και το άυλο, σε οριζόντια αλληλουχία για τον ισόρροπο βηματισμό μας προς την ολοκλήρωση. Η δισυπόστατη ύπαρξη μας, (όπως φαίνεται στα δυαδικά ζεύγη λογικής και συναισθήματος, σώματος και πνεύματος, θεωρίας και πράξης, κλπ.), τείνει με την ενοποίηση της, μέσω της ψυχής, προς κάτι τρίτο και ενιαίο πέραν του υποστασιακού δυισμού της. Η ενωτική τάση της ψυχής ωθεί σε αλληλουχία τα δυαδικά μας στοιχεία, που αλληλεχόμενα μάς κινούν προς τα κάπου· αυτό είναι κάτι το τρίτο, το οποίο εκτός από αποτέλεσμα της συν-κίνησης των δύο μερών, είναι συνάμα και αιτία της κίνησης τους, αποτελώντας το διαρκές ζητούμενο κάθε σχέσης ανάμεσα σε δύο μέρη. Η δυναμική τριαδικότητα που συστήνεται ανάμεσα στο σώμα και το πνεύμα, το υλικό και το άυλο, με την ώθηση της ψυχής κινεί κάθε τι διττό σε αλληλουχία και το κατευθύνει στην ενωτική του υπέρβαση προς κάτι πέραν αυτού, κάτι το τρίτο.

Η διαρκής αναφορά στο τρίτο σηματοδοτεί ένα σταθερό σημείο πέρα από εμάς, πέρα από το εγώ και το εσύ, οδηγώντας μας προς κάτι άλλο, προς αυτό στο οποίο μας παρακινεί το γίγνεσθαι μας. Χωρίς αυτό και τη δυναμική του παγιδευόμαστε σε μια άγονη αντιπαράθεση με την πραγματικότητα που ζούμε, βιώνοντας σπαραχτικά τον δυισμό της, ενώ, αντίθετα, το γίγνεσθαι μας με τη διαρκή αναφορά του στο τρίτο, μας εισάγει στην ασύλληπτη τριαδικότητα Αυτού, που είναι πέρα από εμάς (οι οποίοι είμαστε, ας πούμε, το ένα) και την πραγματικότητα μας (το δύο), το οποίο, όμως, μας εμπεριέχει (ως τρίτο, αλλά και ως ένα συν δύο).

Thursday, August 10, 2006

[10[

Επειδή ό,τι κάνουμε τείνει σε Αυτό εκ των πραγμάτων, θέλουμε δεν θέλουμε, όσο πιο συνειδητά το θέλουμε, συναρτώντας τη δυαδικότητά μας σε σκόπιμη αλληλουχία με κατεύθυνση το πέραν αυτής τρίτο, τόσο πιο εύφορη και ευφορική γίνεται η ζωή μας. Η συνείδηση, ως η γεφυροποιός λειτουργία του λόγου, μπορεί να συσχετίσει τα ερεθίσματα μας σε μια ενιαία αντίληψη, η οποία σχετίζοντας το μέρος μας με το όλον στο οποίο εντάσσεται, να πείσει και να παρακινήσει την επιμέρους πρακτική μας να ενταχθεί ηθελημένα στο γίγνεσθαι και όχι αναγκαστικά εκ των πραγμάτων. Τείνοντας άμεσα και με τη θέληση μας προς αυτό που είμαστε αναγκασμένοι μετά να ακολουθήσουμε, κερδίζουμε χρόνο κι αυτό το χρονικό κέρδος είναι ο βιωματικός μας πλούτος.

Με το να κερδίζουμε χρόνο δεν εννοούμε κάποια ποσοτική αύξηση του χρόνου ζωής που έχουμε στη διάθεση μας (σαν να κερδίζουμε παραπάνω ώρες από τις εικοσιτέσσερις που έχει η μέρα μας), αλλά την ποιοτική εκ-πλήρωση του χρόνου μας, με τις ώρες μας να γεμίζουν από το νόημα της ζωής μας, μέσω της συνειδητοποίησης της, που μας συνδέει με το γίγνεσθαι μας. Με τη συνείδηση συμμετέχουμε στη ζωή και ο χρόνος δεν είναι κάτι που κινείται ερήμην μας. Μάλιστα, όσο μεγαλύτερη η συνειδητοποίηση, τόσο πλουσιότερο το βίωμα μας. Ο βιωματικός πλούτος δεν είναι κάτι εξωτερικό ή ποσοτικό· δεν βρίσκεται έξω από εμάς (σε κάποιο περιουσιακό μας στοιχείο), ούτε σε κάποιο μετά, αλλά συνίσταται στην πλήρη και συνειδητή παρουσία μας στο εδώ και τώρα· αυτό ακριβώς είναι το κέρδος του χρόνου. Η συνείδηση μάς επι-στρέφει διαρκώς στο παρόν μας, συνδέοντας μας με τον ρέοντα χρόνο του, ώστε να νιώθουμε την αναγκαιότητα του γίγνεσθαι και να συγχρονιζόμαστε εκούσια μαζί του· ειδάλλως, η ζωή σέρνεται από αυτό, σύρεται πίσω από την ανάγκη και τρέχει αγχωμένη να καλύψει τα κενά όπου καταβαραθρώνονται οι αστόχαστες και ασυνείδητες πράξεις μας ματαιώνοντας τις προσπάθειες μας.

Η ματαίωση εισάγει στη ζωή μας το κακό, ως καθαρό κενό, το οποίο αδειάζει τον χρόνο μας από κάθε νόημα προκαλώντας βιωματικά χάσματα στην ύπαρξη μας. Αν έχουμε να πούμε κάτι κατηγορηματικά εναντίον του τρόπου που συμβαίνουν τα πράγματα μεταξύ μας, είναι ότι αναπαράγουν τη ματαιότητα επιτρέποντας την παρουσία του κακού στη ζωή μας, ήτοι την παρουσία της απουσίας, γεγονός απαράδεκτο. Ας το συνειδητοποιήσουμε, για να μη ξανασυμβεί. Όταν καταστρέφεται ό,τι κάνουμε και δεν μαθαίνουμε τίποτε από αυτό, γιατί το κάνουμε καθαρά λάθος, αυτό συμβαίνει στα κενά της συνείδησης μας, διότι όταν είμαστε αποσυνδεδεμένοι από αυτήν, τη γεφυροποιό λειτουργία του λόγου μας, δεν μαθαίνουμε τίποτε από αυτό που ήδη γνωρίζουμε.

Αν δεν μεσολαβεί η συνείδηση, οι επιθυμίες μάς κατακλύζουν με ερεθίσματα ασύνδετα από τη λογική και για αυτό συχνά αντιφατικά· ενώ, η συνείδηση μπορεί να τα οργανώσει βάσει της κοινής αναφοράς τους στο τρίτο, στο οποίο στοχεύουν τελικά όλες οι επιθυμίες μας, διότι ακόμη και οι πιο εφήμερες ή ποταπές δεν αρκούνται στην πρόσκαιρη ικανοποίηση τού εγώ ως εγώ, αλλά προσβλέπουν στην ευφορία της γόνιμης συνεύρεσης τού εγώ με κάτι άλλο και του παραγωγικού συν-περάσματος αυτών των δύο προς κάτι τρίτο, ως κοινό τους έργο.

Το γίγνεσθαι μας ευφορείται όταν Αυτό μένει ανοιχτό ως ερωτηματικό επιτρέποντας όλες τις δυνατές συνδέσεις που θα μας οδηγήσουν πέρα από εμάς, στο τρίτο, το ένα και ταυτό, χωρίς να προκαταλαμβάνει τίποτε και κανέναν. Έτσι, προτρέπει τον καθένα από εμάς να κάνει τη δική του ευρηματική σύνδεση αναπτύσσοντας χωριστά την προσωπική του συνείδηση σαν ακόμη μια δυνατότητα στην κοινή μας προσπάθεια για ταυτοποίηση. Η ευφορία του ερω(τημα)τικού ανοίγματος παρακινεί τον καθένα και όλους μαζί σε ένα πλούσιο, ποικίλο και πολλαπλό ξεδίπλωμα του εγώ μας στο πέραν αυτού, στο εν, σαν το τρίτο που τα περιέχει όλα και μας εν-περιέχει.

Στο άνοιγμα μας προς κάθε δυνατότητα δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι Αυτό είναι πάντα εν, ακόμη και σαν τρίτο. Δεν διαιρείται, ούτε επιμερίζεται, αφού όντας το Όλον εν-ο-ποιεί κάθε διαίρεση, ποικιλία και επιμερισμό. Γι’ αυτό δεν είναι σχετικό και υποκειμενικό κατά την κρίση καθενός, παρά συνιστά το απόλυτο Εν, μοναδικό και κοινό σε όλους, στο οποίο πρέπει να συγκλίνουν οι ατομικές μας προσπάθειες και τα πορίσματα των ερευνών μας.

Ακόμη κι αν Αυτό είναι αόριστο και άπιαστο πρέπει να παραμένει το μόνιμο ζητούμενο μας, που θα ορίζει σταθερά ό,τι δεν ξέρουμε ακόμη και θα μας προορίζει να το μάθουμε. Μόνο στο τέλος των γνώσεων μας μπορούμε να γνωρίσουμε τον προορισμό μας. Όχι πριν από αυτό, και όχι εντός της περιορισμένης γνώσης όπου μας συγκρατούν οι απαντήσεις που συγκροτούν την υφιστάμενη πραγματικότητα μας. Όντας σταθερά ανοιχτοί προς Αυτό, ως μόνιμο και σταθερό ερωτηματικό μας, μπορούμε να ξεφύγουμε από την αδράνεια της προ-απαντημένης πραγματικότητας μας και να υπερνικήσουμε τις αντιστάσεις της. Εφόσον τη διευρύνουμε τόσο ώστε να μας περιλαμβάνει, ορίζουμε τότε μιαν άλλη πραγματικότητα, την οποία θα κληθούν μετά να την υπερβούν οι επόμενοι από εμάς και την πραγματικότητα αυτών οι δικοί τους επόμενοι και ούτω καθ’ εξής, μέχρι να πραγματοποιηθεί η συνειδητή επιθυμία κάθε ανθρώπου και να μην υπάρχει το απραγματοποίητο υπόλοιπο κανενός να αμφισβητεί την ολοκληρωμένη πραγματικότητα όλων. Τότε μόνο θα μπορούσαμε να αποδεχτούμε την πραγματικότητα μας ως αυτονόητη. Μέχρι τότε, το μόνο που μπορούμε και πρέπει, είναι να τη δεχόμαστε κριτικά, σαν βάση των προσπαθειών μας για την υπέρβαση της.

Η κριτική υπέρβαση της πραγματικότητάς μας σημαίνει ότι τη δεχόμαστε εν μέρει, για αυτό και την κρίνουμε, αλλά δεν την αποδεχόμαστε συνολικά, γι’ αυτό και τείνουμε στην υπέρβαση της. Με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να ανοιχτούμε σταθερά ερω(τημα)τικά προς Αυτό, παραμερίζοντας όσες απόψεις μάς αποθαρρύνουν με τον συμβατικό ρεαλισμό τους ή μας παθητικοποιούν με τις θεολογίες και τις ιδεολογίες που μας υπόσχονται τον παράδεισο σε κάποιο επέκεινα. Η κριτική υπέρβαση της πραγματικότητας δεν υπόσχεται κάποιον παράδεισο εκτός της πραγματικότητας, ούτε παρουσιάζει την πραγματικότητα που ζούμε σαν το μόνο εφικτό παράδεισο. Αν υπάρχει κάποιος παράδεισος, με την έννοια της τέλειας και τελειωμένης συν-ύπαρξης μας, αυτός είναι αναμφισβήτητα υπαρκτός. Υπάρχει μέσα μας σαν ευχή που δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί. Πραγματοποιώντας την πραγματοποιούμαστε πραγματοποιώντας τον παράδεισο μας.

Η ευχή αντιπροσωπεύει μιαν απώτερη επιθυμία, η οποία κινείται στα όρια του πραγματικού και γι’ αυτό μπορεί να τα διευρύνει, ενώ, οι επιθυμίες που κινούνται εντός των ορίων της υφιστάμενης πραγματικότητας μας, ζητώντας ικανοποίηση μέσα στα πλαίσια τους, μάς δεσμεύουν σε αυτά· αν, όμως, τις παρακολουθήσουμε στην έσχατη συνέπεια τους, θα συναντήσουμε εκεί μιαν ευχή που μας καλεί σε υπέρβαση. Αν το συνειδητοποιήσουμε αυτό, μπορούμε να συγκεντρώσουμε τις επιθυμίες μας στην πραγματοποίηση της ευχής στην οποία συγκλίνουν όλες τείνοντας πέραν αυτών προς κάτι το τρίτο. Η συγκέντρωση των επιθυμιών μπορεί να μας δώσει τη δύναμη να πραγματοποιήσουμε το απραγματοποίητο, ενώ, ο διασκορπισμός τους μας κρατάει δέσμιους της υφιστάμενης πραγματικότητας. Όσο ισχυρή κι αν είναι η δύναμη της βούλησης, από την οποία πηγάζουν οι επιθυμίες, χρειάζεται ένα όραμα να την προσανατολίζει και μια ευχή να την οδηγεί στη συνάντησή της με Αυτό, από όπου πηγάζει και η ίδια. Αλλιώς, είναι μια δύναμη τυφλή που προκαλεί ανταγωνισμούς και καταστροφές, όχι μόνο για τους εμπλεκόμενους, αλλά και για το περιβάλλον τους. Στην ανεξέλεγκτη δύναμη της επιβάλλονται οι περιορισμοί και τα «πρέπει», όχι όμως με μια συντηρητική ηθική που να την ευνουχίζει, αλλά με μια γόνιμη ηθική που να συντελεί στον εκούσιο έλεγχο της βούλησης και στη συνειδητή δέσμευση της σε εκείνην την επιθυμία που οδηγεί στην εκπλήρωση τής απώτερης της ευχής.

[11]

Η επιθυμία είναι το πρώτο βήμα του γίγνεσθαι μας. Χωρίς αυτήν μένουμε στάσιμοι σε ένα καθεστώς ανάγκης. Μόνο η επιθυμία μπορεί να μας κινητοποιήσει προσανατολίζοντας τη βούληση μας προς το αντικείμενο της φαντασίας της. Αρκεί βέβαια να είναι σταθερά προσανατολισμένη σε αυτό, με το οποίο η συνάντηση παράγει εκείνο το τρίτο που ευχόμαστε, και να μη σκορπίζεται καθ’ οδόν. Για αυτό, το αμέσως επόμενο που χρειάζεται η επιθυμία είναι η δέσμευση μας σε αυτήν, εφόσον αυτή βέβαια άπτεται μιας απώτερης μας ευχής, ενώ, χρειάζεται να δεσμευόμαστε όλο και περισσότερο σε αυτήν, εφόσον υλοποιείται δεσμευμένη με κάτι άλλο δίνοντας μορφή σε κάτι τρίτο, είτε αυτό είναι ένα παιδί, είτε ένα έργο ή μια σχέση. Μετά την απελευθέρωση της επιθυμίας να ακολουθεί το χρέος μας απέναντι της, αν θέλουμε να γίνει κάτι, οτιδήποτε. Αυτό είναι ένας κανόνας διαμόρφωσης και νόμος του γίγνεσθαι μας, προς τον οποίο πρέπει να συμμορφωνόμαστε, για να είμαστε αποτελεσματικοί σε ό,τι κάνουμε, συγκεντρώνοντας τις επιθυμίες μας στην επίτευξη της ολοκλήρωσης μας με την πλήρη ταυτοποίηση μας.

Όταν μιλάμε για ολοκλήρωση με την πλήρη ταυτοποίηση μας, εκφράζουμε μάλλον μια ευχή και κάνουμε μια προς-ευχή, παρά μια ασφαλή πρόβλεψη με κάποιο χρονοδιάγραμμα και συγκεκριμένο περιεχόμενο. Δεν ξέρουμε πού, πότε και πώς είναι αυτός ο «παράδεισος», ούτε, τι βρίσκεται εκεί ή τι γίνεται μετά. Ξέρουμε μόνο ότι το παρόν που ζούμε, όντας ελλειπές, μας ωθεί, μέσω των επιθυμιών μας, να κινηθούμε προς την ολοκλήρωση μας και αυτή βρίσκεται εκεί. Αυτό δεν σημαίνει ότι το εδώ και τώρα μας είναι υποθηκευμένο εξ ολοκλήρου σε ένα απώτερο μέλλον όπου θα μπορέσουμε να ευτυχήσουμε, όταν το φτάσουμε δουλεύοντας σκληρά, εντωμεταξύ, μέχρι να πληρωθούμε για τα βάσανα μας, τότε, με μια πλέρια ευτυχία τοκισμένη πλουσιοπάροχα με το δυσβάστακτο επιτόκιο της παρούσας δυστυχίας μας.

Ο χρόνος ζωής που έχουμε στη διάθεσή μας δεν είναι διαιρέσιμο, ανταλλάξιμο και μετατρέψιμο αγαθό· δεν έχει μια κάποια τιμή, αλλά αποτελεί καθαρή αξία, διότι εκπορεύεται άμεσα από Αυτό και διατίθεται σε εμάς ως δωρεά, χωρίς τίτλους ιδιοκτησίας που να μας δικαιοδοτούν να τον εμπορευτούμε εκχωρώντας τα δικαιώματά του σε κάποιον άλλο ή μεταθέτοντας τον στο μέλλον. Η ώθηση για ολοκλήρωση αφορά την παρούσα ζωή του καθένα και είναι αυτή που τον παρωθεί να κινηθεί δυναμικά, γιατί ο καθένας ξέρει, κατά βάθος, ότι ο χρόνος της ζωής του δεν μπορεί να μετατεθεί και πρέπει να διεκδικήσει τον βιωματικό του πλούτο στο παρόν. Στον βαθμό που κερδίζει το παρόν του γεμίζοντας το με νόημα, ευφορείται και ικανοποιείται άμεσα εδώ και τώρα· κάτι που δεν θα το ζούσε ποτέ έμμεσα ή δια αντιπροσώπου, επενδύοντας διαρκώς σε ένα μετά που δεν θα γινόταν ποτέ τώρα.

Το πεπερασμένο του ατόμου ξεπερνιέται σαν περιορισμός του και αυτό συνευρίσκεται με Αυτό, όταν κινούμενο ευφορικά από τον έρωτα του όλου Του, διαθέτει όλες τις δυνάμεις του για να το συναντήσει κι έτσι εξαντλείται εξαντλώντας την περατότητα του και ανοίγοντας την στην απεραντοσύνη Αυτού. Μόνο εξαντλώντας τον εαυτό μας, και όχι καταργώντας τον, μετέχουμε της ουσίας Αυτού και τη συν-ουσια-ζόμαστε φέρνοντας τον «παράδεισο» της πλήρους ταυτοποίησής μας από το απώτατο μέλλον στο άμεσο παρόν, όπου αυτός, σαν ευχή, είναι κάθε στιγμή ζητούμενος, γιατί είναι αίτημα της ψυχής, που είναι συνεχώς παρούσα στον καθένα μας που ζει. Ως διαρκώς ζητούμενος είναι συνεχώς εφικτός, εφόσον ξανοιγόμαστε στο εν-ο-ποιητικό ρεύμα της ψυχής μας, υπερβαίνοντας τα ασυνεχή όρια που μας χωρίζουν.

Υπερβαίνοντας τα μεταξύ μας όρια περνάμε σε κάτι κοινό, όπου δεν υπάρχει ιδιωτικός «παράδεισος» για κανέναν, παρά μια κοινή πορεία προς αυτόν, στην οποία κανείς δεν μπορεί να μείνει πίσω. Αν κάποιο άτομο ευνοηθεί και φτάσει κάποια στιγμή στην υπέρβαση των ορίων του, τότε το αμέσως επόμενο που θα συναντήσει φτάνοντας στον προσωπικό του παράδεισο δεν θα είναι άλλος από τον διπλανό του και την «κόλαση» του, την οποία δεν μπορεί να αγνοήσει για πολύ και να ευτυχήσει κατ’ ιδίαν. Στο τέλος, η πορεία προς την ολοκλήρωσή μας δεν μπορεί παρά να είναι κοινή. Κατ’ αρχήν, όμως, πρέπει να φτάσει ο καθένας χωριστά στα όρια του και να τα υπερβεί, για να περάσει φυσιολογικά, μετά, στο κοινό όριο όλων και να αναμετρηθεί με αυτό. Προωθώντας ο καθένας τον εαυτό του στα όρια του παίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα, το ρόλο μιας γενικής προόδου, της οποίας αν περιμένει παθητικά τα επιτεύγματα για να ευνοηθεί έμμεσα, μάλλον θα ατυχήσει. Αν ενεργοποιηθεί προσωπικά για να εκπληρώσει άμεσα το εγώ του, πριν περάσει στο εμείς, έχει όλες τις πιθανότητες με το μέρος του.

Μπορεί κάποιος να νιώθει πλήρης κι ευδαίμων από μόνος του, στο παρόν του, αν έχει καλύψει τα κενά της συνείδησης του γεμίζοντας την ύπαρξη του με νόημα, ώστε μετά να ξεχειλίσει σαν ειλικρινή έγνοια για τον διπλανό του. Τότε νοιαζόμαστε ουσιαστικά για τον διπλανό μας, όταν έχουμε πρώτα γεμίσει τον εαυτό μας ουσία, εξαντλώντας τον στην συν-ουσία Αυτού, ενώ, δεν προσφέρουμε κάτι ουσιαστικό στον πλησίον όταν ασχολούμαστε μαζί του για να απαλλαγούμε από εμάς. Κανονικά, η κοινωνική συνέχεια μας με τον άλλον και η συναισθηματική διαστολή μας προς αυτόν είναι αβίαστο προϊόν της βούλησης μας και συνέπεια του κοινού μας λόγου, όπως καθοδηγείται ενωτικά από τη ψυχή μας. Η κοινωνικότητα δεν ευδοκιμεί σαν αποτέλεσμα της αναστολής ή της καταστολής των επιθυμιών μας, αλλά, της ευφορικής τους κλιμάκωσης μέχρι να φτάσουν στην πραγματοποίηση της απώτερης τους ευχής. Η κοινωνία μας δεν μπορεί να είναι γόνιμη σαν μηχανισμός συμβιβασμού και καταπίεσης του ατόμου, αλλά, αντίθετα, προβιβασμού του στον μέγιστο δυνατό του βαθμό και ανοίγματος του στο πέραν αυτού, στον άλλον.

[12]

Αφού το πέραν από εμάς είναι Αυτό, τότε, όταν το πέραν από το εγώ είναι ο άλλος, αυτός είναι σαν κι Αυτό, οπότε αν τον συναντήσω επί της ουσίας του, είναι σαν να έρχομαι ουσιαστικά σε επαφή με Αυτό. Αν δούμε αυτήν την προοπτική, ο άλλος αντί για κόλαση μας, μετατρέπεται στον παράδεισο που βρίσκεται ακριβώς δίπλα μας, όπως και ο διπλανός μας. Αρκεί να διαβούμε τα όρια που μας χωρίζουν, που προϋποθέτει να φτάσει ο καθένας χωριστά στα δικά του.

Προοπτικά, ο άλλος είναι Αυτό, όπως και κάθε τι, αφού Αυτό βρίσκεται παντού και πάντα, γι’ αυτό είναι εδώ και τώρα, και όχι σε κάποιο επέκεινα, εκτός πραγμάτων, στο οποίο να απευθυνθούμε για να το συναντήσουμε. Από την άλλη, η αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα Αυτού, δεν μας απαγορεύει να αμφισβητήσουμε την πραγματικότητα που ζούμε, στον βαθμό που αυτή συμψηφίζει τη δυσφορία μας για να φτάσει στο άθροισμα της πλήρους πραγματικότητας Αυτού. Μάλιστα, μας παρωθεί, μέσω της ψυχής μας, σε έμπρακτη αμφισβήτηση του ήδη υπάρχοντος, μέχρι να συμπεριλάβει πλήρως την ύπαρξη μας. Ανάλογα, μπορούμε και πρέπει να αμφισβητούμε τον άλλο, τον διπλανό μας εν Αυτώ, όταν αναπαράγει τη δυσφορία σαν συμπλήρωμα του ελλιπούς του εγώ, για να αυτό-ολοκληρωθεί προσθέτοντας στον άρρωστο εγωισμό του τα συμπτώματα τη αρρώστιας του, αντί να θεραπευτεί ανοίγοντας τον ποιητικά στο Όλον Αυτού.

Η πραγματο-ποίηση μας με την κριτική υπέρβαση της πραγματικότητας είναι η μόνη «ρεαλιστική» στάση, όντας συνάμα υπερβατική χωρίς να καταφεύγει στον μύθο και στην ουτοπία. Έχει σημασία, βέβαια, να ξέρουμε για ποια πραγματικότητα μιλάμε. Μιλώντας για την πραγματικότητα γενικά, περιλαμβανομένης και αυτής των άλλων όντων εκτός του ανθρώπου, την οποία δεν μπορούμε πραγματικά να ξέρουμε, είναι σαν να μιλάμε γι’ Αυτό, το γενικό, το οποίο είναι αδύνατον γνωρίζουμε. Λογικά, δικαιούμαστε να μιλάμε μόνο για τη δική μας πραγματικότητα, αυτήν που ξέρουμε και στον βαθμό που τη γνωρίζουμε. Άλλωστε, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για κάτι που αγνοούμε, εκτός αν το μάθουμε.

Ό,τι γνωρίζουμε από την πραγματικότητα, δηλαδή η δική μας πραγματικότητα, είναι οι απαντήσεις που έχουν δοθεί μέχρι τώρα και τη συγκροτούν σε σώμα. Η πραγματικότητα του ανθρώπου, όντας διαμορφωμένη σε μεγάλο βαθμό από αυτόν, είναι έλλογη, όσο είναι κι αυτός. Αφού κάθε δημιουργική μας πράξη (όχι καταναλωτική ή μιμητική) στηρίζεται σε κάποια θεωρία, το συνολικό αποτέλεσμα των πράξεων μας, δηλαδή η πραγματικότητά μας, είναι προϊόν αυτής της θεωρίας και αποτελεί το εμπράγματο και διατυπωμένο σύνολο των απαντήσεων της. Το σύνολο αυτών των απαντήσεων συνιστά το ήδη γνωστό σε εμάς. Αυτό μπορεί να ικανοποιεί ως ένα βαθμό τον λόγο μας, αλλά δεν αρκεί να τον ολοκληρώσει γιατί έχει κενά, που ο λόγος μας τείνοντας προς τον πλήρη Λόγο του, δεν τα δέχεται. Τα κενά τού ήδη γνωστού αφορούν τόσο τη γνώση τού έξω κόσμου, ως αντικείμενου μας, όσο και του εσωτερικού μας, ως υποκείμενου. Αντικειμενικά, το ήδη γνωστό είναι ελλιπές διότι η γνώση δεν έχει εξερευνήσει ακόμη όλα τα αντικείμενα της. Υποκειμενικά, διότι δεν έχει συμπεριλάβει στην υπάρχουσα γνώση όλους εμάς τους παρόντες και τη δική μας ανάγκη πραγματοποίησης, την οποία ακόμη δεν γνωρίζει, από τη στιγμή που αποτελούμε νέα δεδομένα δεν έχουν δηλώσει την παρουσία τους. Το αν η γνώση θα μας συμπεριλάβει ενσωματώνοντας μας πλήρως στο σώμα των απαντήσεων που συγκροτούν την πραγματικότητα, εξαρτάται από εμάς τους ίδιους, αφού εμείς είμαστε τώρα η πραγματικότητα· έχει φτάσει στα χέρια μας και μας έχει παραδοθεί από τους πριν από εμάς, οι οποίοι έχοντας πια πεθάνει δεν είναι υπεύθυνοι πλέον για αυτήν. Αν, λοιπόν, η πραγματικότητα μάς αγνοεί, είναι γιατί αποδεχόμαστε εμείς οι ίδιοι αυτήν την άγνοια της κατά παράβαση της έλλογης φύσης μας, φοβούμενοι παραλόγως τους πεθαμένους και αποδεχόμενοι άκριτα τα κενά της παραδομένης γνώσης τους, ενώ, φυσιολογικά, αν δεν φοβόμασταν, η έλλογη φύση μας θα έτεινε να καλύψει τα κενά της γνώσης ωθώντας τη νόηση μας πέραν του ήδη γνωστού, προς το άγνωστο.

Αμφισβητώντας την υφιστάμενη πραγματικότητα δεν την αρνούμαστε ολοκληρωτικά, απαρνούμενοι όλη την προηγούμενη γνώση, στον βαθμό που αυτή, ως βεβαιωμένη εκ των πραγμάτων γνώση, μας δίνει την ασφάλεια που χρειαζόμαστε από το εγνωσμένο παρελθόν, για να αναμετρηθούμε με το αβέβαιο μέλλον. Την αμφισβητούμε στον βαθμό που μας προκαταλαμβάνει, ισχυριζόμενη πως γνωρίζει κάτι το οποίο αγνοεί. Όταν το ήδη γνωστό ισχυρίζεται ότι κατέχει τη γνώση Αυτού, απευθύνεται μάλλον σε υπηκόους παρά σε γνωστικά υποκείμενα και αποσκοπεί να υποτάξει τη γνωστική δύναμη των ζώντων στον δικό του ισχυρισμό. Όταν η παραδομένη πραγματικότητα παρουσιάζει τη γνώση που διαθέτει σαν ολοκληρωμένη στα ουσιώδη και απαντημένη στα βασικά μας ερωτήματα, έχοντας απάντηση ακόμη και για Αυτό, το έσχατο και ανυπέρβλητο μας ερωτηματικό, μας αποκλείει από το να γνωρίσουμε κάτι διαφορετικό· όντας θεωρητικά ολοκληρωτική συμβάλλει στον πολιτικό μας αποκλεισμό, αποκλείοντας μας κάθε δυνατότητα για την περαιτέρω έλλογη διαμόρφωση της.

Όταν Αυτό μένει ως έχει, άγνωστο και ανώνυμο, ανοιχτό και ερωτηματικό, καλεί τη σκέψη του ανθρώπου να το συναντήσει ενεργοποιώντας τη διανοητική του δύναμη. Η ενεργοποίηση αυτή συμβαίνει με το σώμα και υποστηρίζεται από τη ψυχή του, που το ενθαρρύνει να ενεργοποιηθεί εγκεφαλικά και να ακολουθήσει άφοβα με τον ενεργοποιημένο του νου τη λογική του ακολουθία για να ενωθεί με τον Λόγο του. Εφόσον μένουμε ανοιχτοί και ρωτάμε, δεχόμενοι ταυτόχρονα τη βεβαιωμένη γνώση σαν βάση της κίνησης μας μπροστά, μπορούμε να προχωρήσουμε θαρραλέα στο άγνωστο, με την παρακίνηση της ψυχής μας, που μας οδηγεί να ενωθούμε με Αυτό. Η αξιολόγηση των κινήσεων μας έγκειται στην κρίση της διαρκούς τριαδικότητας του λόγου, της ψυχής και του σώματος μας, που συνεδριάζει σε κάθε μας πράξη και αποφαίνεται για το σωστό της ή το λάθος. Ο λόγος, όπως ξεδιπλώνει τη λογική του ακολουθία τείνοντας μας στον Λόγο, η ψυχή, όπως μας οδηγεί στην αέναη ενότητα επιστρέφοντας μας στην πηγή των πάντων, και το σώμα, που υλοποιεί την έλλογη ενότητα μας, είναι οι αδέκαστοι κριτές τής εν τω γίγνεσθαι τριαδικότητας μας, της οποίας την ομόφωνη γνώμη πρέπει να έχουμε σε ό,τι κάνουμε για να πηγαίνουμε σωστά. Το άνοιγμα της σκέψης, με οδηγό τη ψυχή, υλοποιείται από το σώμα σε πράξη προάγοντας την υλο-ποίηση μας πέραν της υφιστάμενης πραγματικότητας, ήτοι της ήδη υλοποιημένης σκέψης, αλλά πάντα βάσει αυτής και πάντα λαμβάνοντας υπόψη την ύλη σαν την απαραίτητη συνιστώσα της.

Η ύλη, με τις δυνάμεις συνοχής της, μπορεί από τη μια να σημαίνει αδράνεια και βάρος για το γίγνεσθαι μας, από την άλλη, όμως, δίνει σταθερότητα, συνεκτικότητα και συγκεκριμένη μορφή στις ενέργειες μας. Όχι μόνο δεν πρέπει να αγνοείται, αλλά να διεκδικείται από το πνεύμα μας, ώστε να ανοίξει στις νοητικές προβολές του και να τους δώσει υπόσταση. Αν η ύλη μας είναι από μόνη της μια άμορφη δύναμη, το πνεύμα τής δίνει τη δυνατότητα να πάρει μορφή. Αν το πνεύμα μας είναι μια απραγματοποίητη δυνατότητα, η ύλη του δίνει τη δύναμη να πραγματο-ποιηθεί. Η αμοιβαία ανταλλαγή τους και η γόνιμη ενοποίηση τους, με τις ευχές της ψυχής μας, παράγει τις μορφές που μας προάγουν στο αέναο γίγνεσθαι της φύσης, εντάσσοντας μας στη φορά του κύκλου της και κυκλο-φορώντας μας έτσι που ό,τι κάνουμε να αποτελεί ταυτόχρονα υλοποιημένο πνεύμα και πνευματοποιημένη ύλη.

[13]

Οι έννοιες που χρησιμοποιούμε για να εκφράσουμε την αφηρημένη γενικότητα των καταστάσεων και σχέσεων που αναπτύσσονται και μας αναπτύσσουν κατά την υλοποίηση του πνεύματος μας και την πνευματοποίηση της ύλης μας, συνέχονται μεταξύ τους ανταλλάσοντας αμοιβαία την ουσία τους καθ’ ολοκληρία ταυτιζόμενες πλήρως εν Αυτώ, όπου φτάνουν κλιμακώνοντας τη συνεύρεση του μέχρι τον οργασμό που τις ολοκληρώνει. Οι έννοιες κλιμακώνονται αναγόμενες ερω(τημα)τικά στο απόλυτο ζητούμενο τους και στο ζητούμενο του απόλυτου τους, συν-ουσιαζόμενες ως προς αυτό μεταξύ τους και παράγοντας, ως τρίτο, μιαν αναβαθμισμένη έννοια και αυτή μετά με μιαν άλλη μια τρίτη, μέχρι να φτάσουν στην κορύφωση της κλίμακας τους με ολοκληρωμένες έννοιες Αυτού, ως καθαρές και άμεσες εκφράσεις του Λόγου του. Τότε, αυτές μπορούν να ταυτίζονται μεταξύ τους, διότι άπτονται άμεσα του απόλυτου και το απόλυτο δεν έχει κάτι άλλο πέραν αυτού για να οριστεί ως προς αυτό, είναι τ-Αυτό. Μόνο εν τ-Αυτώ είναι όλα ίδια κι απαράλλαχτα. Πριν από Αυτό, οι έννοιες πρέπει να ολοκληρώσουν το χωριστό τους νόημα, να διασχίσουν τα πυκνά νεφελώματα ύλης που τους αντιστέκονται και τις νοθεύουν, μέχρι να συναντηθούν με την καθαρή ύλη που χρειάζονται για τη δική τους ξεχωριστή μορφή, σύμφωνα με τις εννοητικές τους προδιαγραφές. Ως καθαρές οι έννοιες βρίσκονται μόνο εν τ-Αυτώ, όπου, ταυτισμένες με την απόλυτη καθαρότητα του, ταυτίζονται μεταξύ τους, ακόμη και αν ήταν αντίθετες στην πορεία, αφού τάρα πια θα έχουν χωρίσει από ό,τι τις χώριζε και ενωθεί με ό,τι τις ένωνε. Όταν αναγνωρίζουμε στις έννοιες τον χώρο που πρέπει να διασχίσουν για να χωρίσουν μέχρι να ενωθούν, και τον χρόνο που χρειάζονται γι’ αυτό, τους δίνουμε μια διάσταση πραγματική, που ούτως ή άλλως έχουν, αφού πραγματικά τις σκεφτόμαστε. Εντάσσοντας τες στη πραγματικότητα μας, μπορούν να μας οδηγήσουν στην πραγματο-ποίηση πνευματοποιώντας την ύλη μας, ενώ υλοποιούμε το πνεύμα τους. Οι έννοιες είναι οι υψηλότερες διαμορφώσεις του πνεύματος μας· αντιπροσωπεύουν τις ανώτερες έλλογες συλλήψεις του, στις οποίες δίνοντας διακεκριμένη υπόσταση υποστασιοποιούμε και αυτό που εκφράζεται μέσω αυτών. Όσο τις ξεκαθαρίζουμε, ξεδιπλώνοντας το νόημα τους στις συνέπειες του, τόσο μας βοηθούν να διακρίνουμε πέρα από το άμορφο και συγκεχυμένο παρόν τις καθαρές μορφές του γίγνεσθαι μας. Η διορατικότητα των εννοιών οφείλεται στο καθαρά πνευματικό τους στοιχείο, που όντας άυλο μπορεί να βλέπει πέρα από τους περιορισμούς των πραγμάτων, να διαβλέπει τους νόμους και τους κανόνες που τα διέπουν σαν σχηματισμούς ύλης, τους οποίους ονομάζοντας οι έννοιες μάς αποδίδουν νοητικές εικόνες των σχέσεων της ύλης και όχι απλές ονομασίες των επιμέρους στοιχείων της και των μορφωμάτων τους, των πραγμάτων. Οι στοιχειώδεις λέξεις, που ονομάζουν πράγματα, δεσμεύονται από αυτά και δεν μπορούν να μας δείξουν κάτι άλλο, αφού αυτός είναι ο ρόλος τους. Ενώ, οι έννοιες, κινούμενες στον καθαρά γενικό χώρο πέραν της μερικότητας και ειδικότητας των πραγμάτων, διαβλέπουν τις σχέσεις ανάμεσα σε αυτά και απεικονίζοντας τες απτά, άπτονται και του κινούντος λόγου όλων τους, φέρνοντας μας έτσι σε επαφή με τον Λόγο Αυτού. Γι’ αυτό, μπορούν να δουν πιο μακριά από τα δεδομένα, να προβάλουν στη σκέψη μας εικόνες έξω από την υφιστάμενη πραγματικότητα μας και να την κινητοποιήσουν. Χωρίς έννοιες, η σκέψη μας θα ακινητοποιούταν σε απλό αντικαθρέφτισμα, μίμηση και επανάληψη της υφιστάμενης πραγματικότητας μας, αναπαράγοντας και ανακυκλώνοντας το έλλειμμα της εντός μας, χωρίς να μπορεί να βρει λογική διέξοδο προς την ολοκλήρωση μας. Αν οι έννοιες δεν μπορούν να παίξουν αποτελεσματικά τον ρόλο τους στο ανθρώπινο γίγνεσθαι, παρόλο που αποτελούν κτήμα όλων των ανθρώπινων γλωσσών, είναι γιατί νοθεύονται στην πράξη, όταν η πράξη αντί να ανοιχτεί στην κριτική υπερβατικότητα τους, αποπειράται να τις χειραγωγήσει μέσα στα πλαίσια της υφιστάμενης πραγματικότητας υπέρ της εκάστοτε εξουσίας της ή των αντιπάλων της. Οι νοθευμένες έννοιες είναι πολύ επικίνδυνες, διότι μπορούν να εξαπατήσουν εύκολα χωρίς να γίνουν άμεσα αντιληπτές, λόγω της αφαιρετικότητας τους. Επειδή είναι γενικές εμπεριέχουν πολλαπλάσια ισχύ από τις επιμέρους και στοιχειώδεις λέξεις, η οποία μπορεί να προκαλέσει εκτεταμένες καταστροφές διασπείροντας τέτοια διανοητική σύγχυση στους ανθρώπους, ώστε να τρέχουν φοβισμένοι να κρυφτούν υπό τη σκέπη «θεών» κάθε τύπου, θρησκευτικού ή ιδεολογικού. Ιστορικά, οι «θεοί» και τα δόγματα, θρησκευτικά ή κοσμικά, μπορεί να μην ήταν πάντα καταφύγια για φοβισμένα μυαλά, αλλά να είχαν αρχικά συλληφθεί ως γενναίες θεωρήσεις μιας γενικής Αρχής πέραν των περιορισμένων παραδοχών της εποχής τους, και έτσι να έπαιξαν δημιουργικό ρόλο στην αναγωγή τής τότε θεωρητικής σκέψης στο γενικό. Αμφισβητώντας κριτικο-υπερβατικά τα ιδεο-μυθολογικά περιεχόμενα της αρχαϊκής σκέψης ως απλοϊκά, και απλοποιώντας τα εννοιολογικά της μορφώματα σε έννοιες πιο απλές, ουδέτερες και γενικές, οι οποίες να εκφράζουν ένα γενικό ευρύτερο, συνέλαβαν την ανθρωπότητα ως το όλον των ανθρώπων και όχι ως ένα μέρος που εξαντλείται στα όρια της φυλής ή της πόλης. Έτσι, η θεωρητική μας εξέλιξη συνέβη με απλο-ποίηση των συγκεχυμένων εννοιολογικών μορφωμάτων, τα οποία συμπυκνώνουν πολλά που θέλουμε να πούμε απλουστεύοντας τα. Στη συνέχεια, απλοποιώντας τα κατά την εξέλιξη μας, ξεδιπλώνουμε τα ξεχωριστά νοήματα που συμπυκνώνει η απλούστευση τους σε μια θολή έννοια μειώνοντας τη σημασία τους. Ξεδιπλώνοντας τα, η σκέψη μας απλώνεται μέχρι τα όρια της φέρνοντας μας σε άμεση επαφή με τον Λόγο Αυτού. Η αμεσότητα, που φέρει η απλοποίηση, μάς επαναφέρει στην καθαρή Αρχή μας, από όπου μας έχουν απομακρύνει οι παρεμβαλλόμενες εμμεσότητες και συμπυκνώσεις. Η εμμεσότητα παρεμβάλλεται αποπροσανατολιστικά όταν ένα θεωρητικό μόρφωμα αυτοπαρουσιάζεται ως κάτοχος Αυτού, για το οποίο μιλάει σαν να το ξέρει και ζητάει υπακοή στον λόγο του, ως Λόγο Αυτού. Οποιοδήποτε θεωρητικό κατασκεύασμα (θεολογικό ή κοσμικό) διατείνεται ότι κυριολεκτεί επ’ Αυτού και ότι συμπυκνώνει στις γραμμές του την Ουσία του, εγκλωβίζει τη σκέψη στο σύστημά του, ως το μόνο μέσο γνώσης Αυτού. Το μέσο γίνεται σκοπός όταν διατείνεται ότι κατέχει το Όλον, και τότε έχουμε την εμπλοκή της εμμεσότητας. Μπορεί η αναφορά σε Αυτό να είναι αναγκαία σε κάθε γενική θεωρία, αλλά μόνο ως υπαινικτική και όχι κυριολεκτική λειτουργεί σαν αγωγός επαφής μας με την Αλήθεια Αυτού. Ο υπαινικτικός τρόπος της καθαρά υποθετικής/ερωτηματικής θεωρίας, με τις αφαιρετικές της έννοιες, μας άγει στο Όλον. Η καθαρή θεωρία παίζει έτσι τον ρόλο του ενδιάμεσου, εφόσον δεν αποσκοπεί να καθηλώσει τη σκέψη στην ίδια, αλλά να υποδείξει το πέραν αυτής.  Αντίθετα με την εμμεσότητα, που θέλει να κρατήσει υπό τον έλεγχό της τη σκέψη, η ενδιαμεσότητα αφήνεται στη φυσική αγωγιμότητα των γενικών μας εννοιών που μας φέρουν σε επαφή με την Αρχή μας, παίζοντας απλά και ξεκάθαρα τον ρόλο του ενδιάμεσου (κι όχι του μέσου που γίνεται αυτοσκοπός, με την εμμεσότητα). Έτσι, προάγει τη θεωρητική μας εξέλιξη μέσα από την απλοποίηση και την επαναφορά μας στην αμεσότητα και καθαρότητα των εννοιών.  Η εξέλιξη μας έγκειται στην περαιτέρω απλοποίηση των απλουστευτικών μορφωμάτων με τα οποία έχει απεικονιστεί Αυτό μέχρι τώρα και στη γενικότερη γενίκευση του γενικού στο οποίο έχουν βασιστεί τα ιστορικά δόγματα για να γενικεύσουν. Το γενικό τους, που έχει ξεπεραστεί και οι «θεοί» του, που έχουν πια «πεθάνει», δεν είναι παρά σαθρά υλικά που φράσουν τη ροή μας προς Αυτό, την πιο επικίνδυνα νοθευμένη έννοια όλων των εννοιών, αφού, οι «θεοί» προσποιούνται ότι είναι οι ίδιοι Αυτό το ίδιο και δεν έχει παρακάτω. Με τη γενικευμένη νοθεία και τη νόθευση του γενικού, όταν ανακόπτεται το γίγνεσθαι μας και οικειοποιείται Αυτό δογματικά, οι έννοιες που είχαν αρχικά συλληφθεί σαν αμιγή προϊόντα του καθαρού λόγου και διατυπωθεί σαν διακεκριμένες ονομασίες των γενικών σχέσεων που αναπτύσσονται κατά το γίγνεσθαι μας εν Αυτώ, αντιστρέφονται σε πρόξενους σύγχυσης,. Όμως, όπως οι έννοιες νοθεύονται από τη πράξη, έτσι ξεκαθαρίζουν στην πράξη, όταν στο γενικό τους νόημα αντιστοιχούν πράξεις ανάλογου εύρους (εξίσου γενικές) και βάθους (παρόμοια εν-νοηματικές). Η αντιστοιχία πράξεων και εννοιών όχι μόνο ξεκαθαρίζει το πεδίο δράσης του ανθρώπου δίνοντας του σταθερά υλικά και μέσα, καθαρές έννοιες και ξεκάθαρες πράξεις, αλλά είναι και ζητούμενο του, αφού, γεφυρώνοντας το χάσμα που τις χωρίζει, ταυτίζει το πνευματικό με το υλικό του μέρος κατακτώντας έτσι την πολυπόθητη, μέσα από την ψυχή του, ταυτότητα.

[14]

Η ταυτότητα του ανθρώπου κατακτιέται με τη διαφοροποίηση του από ό,τι δεν είναι πραγματικά αυτός (στην πράξη) και δεν τον εκφράζει ολοκληρωμένα (στη θεωρία). Διαφοροποιούμενοι από ό,τι δεν μας είναι οικείο και μας αποξενώνει, μπορούμε να ταυτιστούμε προς ό,τι μας ενώνει. Η διαφοροποίηση, απ’ την άλλη, δεν οδηγεί σε ταυτοποίηση, όταν επιδιώκεται για να ξεχωρίσουμε, ώστε μετά, επιδεικνύοντας το διακεκριμένο εγώ μας, να το περιφέρουμε αυτάρεσκα, αλλά, οδηγεί όταν πηγάζει από την εσωτερική ανάγκη να είμαστε αληθινοί, άρα αυθεντικοί και όχι απομιμήσεις. Τότε, βγαίνει βαθιά μέσα από τη ψυχή μας, που ως δύναμη ενότητας μας κινεί προς το εν και μας ωθεί σε ταυτοποίηση. Αν η κίνηση μας δεν αναφέρεται σε κάτι τρίτο έξω από αυτήν, στο οικείο που αναζητούμε για να ταυτιστούμε όλοι, αλλά αυτοαναφέρεται επιδιώκοντας να περιχαρακώσει το υποκείμενο της (το εγώ) εκτός της κοινής (προ)τασης μας προς Αυτό, τότε, εμποδίζει την ταυτοποίηση μας, όπως εντέλλεται από τη ψυχή μας, που μας κινεί ως ζωογόνος ενότητα, εξ’ ου και μπορούμε να διαφοροποιηθούμε.

Η ψυχή μάς οδηγεί σε Αυτό, το κινούν κάθε κίνησης, από το οποίο εκπορεύεται και στο οποίο επιστρέφει κάνοντας τον κύκλο της ενσωμάτωσης της και εμπνέοντας τα σώματα να κινηθούν διαφοροποιούμενα από τη συμπαγή τους ύλη μέχρι να της δώσουν κάθε δυνατή μορφή. Η διαφοροποίηση δεν είναι παρά ένας τρόπος που Αυτό εκδηλώνεται δίνοντας στον χώρο το πλήθος των μορφών του και στις μορφές τον χώρο τους· δεν αποτελεί κάποιον σκοπό έξω από τον εαυτό Του, στον οποίο να τείνει για να ολοκληρωθεί, αφού Αυτό είναι πάντα ολοκληρωμένο ως Όλον. Ό,τι γίνεται διαφορετικό γίνεται για Αυτό και για δικό του λόγο, σαν ένα δικό του παιχνίδι εκφράσεων και εναλλαγών, μέρος του οποίου είμαστε κι εμείς που παίζουμε την έλλογη έκφραση του, χωρίς να μπορούμε να μάθουμε τον Λόγο του παιχνιδιού, αλλά μόνο τον τρόπο που παίζεται. Σε αυτό το παιχνίδι, το πλήθος των μορφών απλώνεται έτσι ώστε να μη μείνει τίποτε άμορφο μέχρι να ξεδιπλωθεί το σύμπαν των εκφράσεων Αυτού, όπου όλα όντας διαφορετικά είναι και ίδια, αφού έχοντας ολοκληρώσει την κίνηση διαφοροποίησης τους δεν θα έχουν πια τίποτε να τα χωρίζει. Το ίδιο και εμείς, αφού θα έχουμε εξαντλήσει όλες τις δυνατότητες να είμαστε διαφορετικοί δεν μπορεί παρά να είμαστε ίδιοι. Ως εκ τούτου, η διαφοροποίηση, κινούμενη από τη ψυχή μας, δεν έχει τελικό σκοπό το διαφορετικό σαν οριστικό χωρισμό, άρα τον θάνατο, αλλά την οριστική ενότητα που ξεπερνάει κάθε χωρισμό, δηλαδή τη ζωή.

Η κίνηση ταυτοποίησης όλων μας εν Αυτώ παράγει κάθε τι διαφορετικό και το επιτρέπει να υπάρξει σαν ξεχωριστή δυνατότητα της απαράλλαχτης δύναμης Αυτού. Η κίνηση της ταυτο-ποίησης μας, εμπνεόμενη άμεσα από τη ψυχή μας, το κινούν μέσα μας, αντλεί τη δύναμη της απευθείας από Αυτό, και γι’ αυτό έχει την ισχύ να μας κινήσει πέρα από την υφιστάμενη πραγματικότητα μας υπερνικώντας την αδράνεια της, εφόσον αυτή, σαν άμορφη ύλη ακόμη, δεν μας εμπεριέχει πλήρως σαν ξεχωριστές μορφές. Με την αυτάρεσκη διαφοροποίηση, όμως, που δεν εμπνέεται από τη ψυχή, δεν έχουμε τη δύναμη της υπέρβασης και παραμένουμε εγκλωβισμένοι στην άμορφη πραγματικότητα. Αν και την ώθηση ταυτοτικής διαφοροποίησης τη δίνει η ψυχή, δεν μπορούμε να κάνουμε βήμα μπροστά και να κινηθούμε στο άγνωστο, που μας ακινητοποιεί από φόβο, αν το πνεύμα μας δεν το υποδεικνύει ως εφικτό, δείχνοντας μας θεωρητικά ότι υπάρχει ακόμη χώρος μπροστά μας για να αναπτυχθούμε προσεγγίζοντας Αυτό ερω(τημα)τικά, χωρίς προκαταλήψεις, που δεν μας αφήνουν περιθώριο κίνησης έχοντας προαπαντήσει Αυτό.

Μόνο η ανοιχτή θεώρηση Αυτού μας δίνει χώρο να κινηθούμε προοδευτικά, αλλιώς μας προκαταλαμβάνει προαπαντώντας μας και μη επιτρέποντας μας να υποβάλουμε την ύπαρξή μας στην πραγματικότητα σαν μια ακόμη ερώτηση, που θα ψάξει να βρει τη δική της απάντηση πέρα από την υφιστάμενη γνώση. Όταν Αυτό παρουσιάζεται ειπωμένο και ονομασμένο, δεν υπάρχει λόγος για το διαφορετικό, παρά για μια επανάληψη του ήδη ειπωμένου και του κατεστημένου λόγου του, που οικειοποιούμενος καταχρηστικά Αυτό μάς το προσφέρει έτοιμο.

Όπως μιλώντας για Αυτό δεν μπορούμε να πούμε κάτι για την ουσία του, αλλά μόνο για τον τρόπο που παρουσιάζεται, έτσι κι όταν λέμε ότι διαφοροποιούμαστε για να ταυτιστούμε, περιγράφουμε τον τρόπο που κινούμαστε και όχι γιατί κινούμαστε. Ανάλογα, όταν λέμε ότι εμάς τους ανθρώπους, μας κινεί η ψυχή (ως έμψυχα), μας παρακινεί το πνεύμα (ως έλλογα) και πραγματοποιούμε την κίνηση σωματικά (ως όντα), γνωρίζουμε τους συντελεστές τής κίνησης μας και όχι τον λόγο της. Η αρχή της κίνησης πάντα θα μας διαφεύγει και γι’ αυτό ακριβώς θα κινούμαστε, για να την αγγίξουμε.
Το να θες να έρθεις σε επαφή με αυτό που σου διαφεύγει, αυτό που ενώ σού είναι διαφορετικό, σε προκαλεί να το πιάσεις γιατί είναι δικό σου κι έτσι σε κάνει δικό του, αφού κινείσαι προς αυτό, είναι παράγων κίνησης. Όταν Αυτό, το απόλυτα δικό σου -αφού, είσαι απόλυτα δικός του- δεν μπορείς ποτέ πραγματικά να το οικειοποιηθείς, τροφοδοτεί αέναα την κίνηση σου. Έτσι, το άπιαστο απόλυτο βρίσκεται μέσα σου και σε κινεί να κινείσαι προς αυτό, συνειδητά ή όχι, μέσα από τις επαφές σου με άλλα όντα, στα οποία σε οδηγεί η ανάγκη ή η επιθυμία ή άλλα κίνητρα που σου δίνει το κινούν της κίνησης σου.

Κινούμενοι θετικά (συν) προς αυτά που μας έλκουν λόγω ανάγκης, επιθυμίας ή προς-ευχής, και αρνητικά (πλην), μακριά από όσα μας απειλούν ή δεν τα θέλουμε και δεν τα ευχόμαστε, διαφοροποιούμαστε ενωνόμενοι, όπως και απομακρυνόμαστε για να συναντηθούμε. Αυτό το συν και πλην της κίνησης (που αναλογεί στο ευ- και δυσ- της ευφορίας και δυσφορίας) επανατροφοδοτεί, σαν ανεξάντλητη μπαταρία, το γίγνεσθαι μας με μια ενέργεια χωρίς απώλειες, διότι εφόσον αυτή προέρχεται από το απόλυτο επανέρχεται σε αυτό και μένει ακέραια. Η ενέργεια που ξοδεύεται για τους χωρισμούς, κερδίζεται από τις ενώσεις, που όχι μόνο τροφοδοτούν τον φορέα της κίνησης, όταν καλύπτουν τις ανάγκες της συντήρησης του, αλλά τροφοδοτούν και την κίνηση με επιπλέον μέσα και φορείς, όταν εκφράζουν επιθυμίες ή ευχές που ενώνοντας τα άτομα ερωτικά ή παραγωγικά, ανατροφοδοτούν την κίνηση με νέα άτομα και μέσα, που την προωθούν πέραν της φθοράς και του θανάτου των πεπερασμένων ατόμων.

Κάθε νέο άτομο που έρχεται στον κόσμο οφείλει τη διαφορετική ύπαρξη του στη ένωση των δύο γεννητόρων του, που συνευρέθηκαν πέρα από τη σεξουαλική τους διαφορά, αφού πρώτα την απέκτησαν και την ανέπτυξαν. Η παραγωγή κάθε τι διαφορετικού είναι δυνατή επειδή δύο άλλα διαφορετικά ενώθηκαν μεταξύ τους, έστω παροδικά, σε μια στιγμή ταυτοποίησης που τους ένωσε ενώ αυτά κινούνταν εξ αιτίας της διαφοράς τους και με σκοπό να την ξεπεράσουν. Ακόμη κι όταν σε κάποιες ειδικές περιπτώσεις όντων (όπως, της αμοιβάδας) φαίνεται να παράγεται κάτι από μόνο το ένα που σχάται στα δύο, αυτή η σχάση δεν είναι παρά αποτέλεσμα της ένωσης αυτού του ενός με κάτι άλλο πέραν του εαυτού του (τροφή, φως, ενέργεια, χρόνος, κλπ) που το ενεργοποιεί τόσο ώστε να μπορεί να σχαστεί. Ό,τι υπάρχει στη φύση, στην οποία οφείλουμε τη ζωή μας, είναι προϊόν κάποιας ένωσης, παρά ενός χωρισμού. Το ίδιο θα μπορούσε να ισχύει για το σύμπαν και να είναι προϊόν μιας ένωσης παρά κάποιας σχάσης ή έκρηξης (τύπου big bang), εφόσον, βέβαια, το θεωρήσουμε ως μια οντότητα που έχει γεννηθεί και έχει μια αρχή, αφού δεν αποκλείεται να είναι αέναο, να συστέλλεται και να διαστέλλεται εισπνέοντας και εκπνέοντας το Είναι στον ρυθμό της αιώνιας ανάσας Αυτού, ή να επαναλαμβάνεται κυκλικά σε εποχές, όπως συμβαίνει στη γύρω μας φύση.

Κανονικά, δεν μπορεί να υπάρχει ανομοιογένεια στους κανόνες του γίγνεσθαι και λογικά ισχύουν το ίδιο εδώ και αλλού, αφού η γη δεν είναι ανεξάρτητη, αλλά ενταγμένη πλήρως στο γίγνεσθαι του σύμπαντος κόσμου. Βέβαια, το γίγνεσθαι στα επιμέρους είναι άλλο από το Όλον όλων όσων γίνονται. Εκεί, στο Όλον Αυτού, μπορεί να ισχύουν άλλοι κανόνες, όπως της κυκλικότητας, αφού το όλον δεν γίνεται, απλά είναι, ούτε χρειάζεται να κινείται, αφού είναι το κινούν όλων, και, συνάμα, το όλον της κίνησης, άρα δεν είναι σχετικό με κάτι ως προς το οποίο να κινείται, αλλά ακίνητο. Μέσα στη (δυνατή) κυκλικότητα του Όλου, η ένωση διαδέχεται τον χωρισμό, το είναι το μη-είναι και η ζωή τον θάνατο, χωρίς τίποτε από αυτά να υπερισχύει τελικά. Όμως, αν μιλάμε για το εδώ και τώρα της ζωής μας (και γι’ αυτό μόνο μπορούμε να μιλάμε, αφού αν μπορούμε τώρα να μιλάμε το οφείλουμε σε αυτό), δεν μπορούμε να ισοψηφήσουμε τον θάνατο με τη ζωή εφόσον είμαστε ζωντανοί. Η ζωή μας υπάρχει σαν υπεροχή της ένωσης έναντι του χωρισμού και ο κόσμος μας υφίσταται σαν πλεόνασμα του έργου που παράγεται από τις ενώσεις των όντων έναντι της απολεσθείσας ενέργειας στους χωρισμούς και στους θανάτους τους.

[15]

Ό,τι υπάρχει είναι κάτι, που ως κάτι πλεονάζει από το τίποτε, έστω κι αν αυτό το πλεόνασμά του αναγόμενο στο Όλον απορροφάται. Μάλιστα, αυτή ακριβώς η αναγωγή του στο Όλον είναι που το κινεί προς πλήρη διάθεση του πλεονάσματος του, ώστε να μην το διαχωρίζει τίποτε και να είναι ένα με Αυτό, ολοκληρώνοντας την ταυτότητά του πέρα από την όποια διαφοροποίηση και ετερότητα το χαρακτηρίζει. Γι’ αυτό, το είναι των όντων ορίζεται ως προς Αυτό με το οποίο τείνουν να ενωθούν για να ταυτοποιηθούν· δεν ορίζεται ως προς κάτι που ήδη υπάρχει, όντας το διαφορετικό ή το αντίθετο του. Το είναι δεν είναι ό,τι δεν είναι, αλλά, είναι είναι. Εφόσον το είναι του είναι, δηλαδή το Είναι, δεν ορίζεται ως προς κανένα προϋπάρχον δεδομένο το οποίο να έχει καταλάβει χώρο και να έχει μετρήσιμη ποσότητα, αλλά είναι ανοικτό, σημαίνει ότι δεν προκαταλαμβάνει τον χώρο όντας το ίδιο κάποιο ποσοτικό μέγεθος, αλλά διαμορφώνεται μαζί του συν τω χρόνω, όντας ποιητικό· οπότε, αναγόμενο στο Όλον, το Είναι είναι Γίγνεσθαι.

Το ότι αυτό που είναι δεν ορίζεται από ό,τι δεν είναι, σημαίνει και την απελευθέρωση του από τα υφιστάμενα δεδομένα που το περιορίζουν, αφού ανοίγεται πέραν αυτών στο γίγνεσθαι, για να οριστεί ποιητικά, αλλά και ποιοτικά. Ποσοτικά το Είναι είναι ουδέτερο και αδιάφορο γιατί παραμένει ακέραιο εν τω γίγνεσθαι. Ό,τι καινούργιο παρουσιάζεται στο Είναι δεν είναι ποσοτικά ένα πλέον, αφού παίρνει τη θέση κάποιου άλλου που χάνεται, όπως και ό,τι χάνεται αντικαθίσταται με κάτι άλλο. Ό,τι υπάρχει τροφοδοτείται από αυτό που προϋπάρχει πριν το φάει και με τη σειρά του τροφοδοτεί το επόμενο από αυτό, έτσι ώστε τίποτε να μη πηγαίνει χαμένο ή να βγαίνει κερδισμένο ποσοτικά. Έτσι, το συνολικό ποσό του Είναι εν Αυτώ είναι ακέραιο και δεν προσθαφαιρείται· απλά, μετασχηματίζεται και μεταμορφώνεται ποιητικά σε πλήθος μορφών παραλλάσσοντας ποιοτικά το ίδιο και απαράλλαχτο ποσό του Είναι, σηματοδοτώντας διαφορετικές συνθέσεις του, συνδυασμούς και τρόπους να υπάρχει.

Η ύπαρξη μας (ή αλλιώς, η παρουσία μας στο Είναι) έγκειται στον τρόπο μας, στο πώς και όχι στο πόσο μας. Εκεί βρίσκεται και η ολοκλήρωση του είναι μας, η εκπλήρωση του προ-ορισμού μας και η ταυτοποίηση μας. Ο τρόπος που μας ολοκληρώνει συνίσταται στη διάθεση του πλεονάσματος που μας χαρακτηρίζει ως κάτι ξεχωριστό, έτσι ώστε να ενωθούμε με ό,τι μας ταυτοποιεί. Ολοκληρώνουμε το είναι μας εν τω γίγνεσθαι, διατιθέμενοι πλήρως προς Αυτό που μας υπερβαίνει και μας έλκει ερω(τημα)τικά με τις μορφές που παίρνει και με τον θελκτικό τρόπο που μας παρουσιάζεται μέσω αυτών. Ο θελκτικός τρόπος τού είναι τους μάς κινεί προς αυτές κάνοντας μας να επιθυμούμε την ένωση μαζί τους.

Το Είναι μάς προάγει στο γίγνεσθαι, άγοντας μας προς αυτό που μας υπερβαίνει, προ-τείνοντας μας να μεγιστοποιηθούμε μέχρι τα όρια μας, να ενωθούμε εκεί και να εκπληρώσουμε τον προορισμό μας. Έτσι, το είναι μας ορίζεται ερω(τημα)τικά, ρηματικά, υπερβατικά και υπερ-βολικά. Δεν προκύπτει με τον αναλυτικό διαχωρισμό του από ό,τι δεν είναι. Δεν αναδεικνύεται με μια διαδικασία ψυχρή και αφαιρετική. Συν-τίθεται εν θερμώ, με το δόσιμο μας και την πλήρη διάθεση του πλεονάσματος μας. (Ανα)παράγεται διαρκώς ως κάτι το τρίτο, όντας προϊόν της δημιουργικής σύνθεσης και ερω(τημα)τικής σύνδεσης των ατόμων μεταξύ τους, πέρα από απλουστευτικές, διαχωριστικές κι αφαιρετικές αναλύσεις που περιχαρακώνουν το είναι στην περιοχή υποκειμένων ή αντικειμένων μοναχικών και διαχωρισμένων από τη ρηματικότητα του γίγνεσθαι, η οποία μας συνέχει όλους σε μια κοινή πρόταση Εν Αυτώ.

Το γενικό πλεόνασμα, που συνθέτει το είναι των ατόμων, δεν εξαντλείται στα συντιθέμενα άτομα, έστω κι αν κάθε άτομο συνιστά ένα ειδικό πλεόνασμα που χάνεται, όταν αυτό πεθαίνει. Το πλεόνασμα, γενικά, ανανεώνεται και εμπλουτίζεται μέσα από τις γόνιμες ενώσεις των ατόμων, που παράγουν νέα άτομα, ως νέες μορφές πλεονάσματος. Το γενικό πλεόνασμα που αποτελεί τον κόσμο αυτή τη στιγμή, μπορεί να εξισορροπηθεί κάποτε με ανάλογη απώλεια στην φάση συστολής του ή να εξαντληθεί φτάνοντας τον κόσμο στα όρια του γίγνεσθαι του και εκεί να επαναλαμβάνεται αέναα η διαδοχή τού συν και πλην, του πλέον και του μείον χωρίς κάτι να υπερέχει, όμως, τώρα είμαστε στη θετική φάση γίγνεσθαι του κόσμου, τουλάχιστον του δικού μας. Αυτό που υπερισχύει στον κόσμο μας και του δίνει υπόσταση, μέσα από το σύνολο των μορφών του, είναι η δύναμη ενότητας, η οποία υπερβαίνοντας αυτήν του χωρισμού, ενώνει δύο τινά για να παράγει κάτι το τρίτο και το οποίο όταν διαφοροποιηθεί αρκετά από αυτά, σαν ξεχωριστό ον, οδηγείται σε ένωση με ένα ανάλογο του διαφορετικό, παράγοντας ξανά κάτι τρίτο, για να ενωθεί κι αυτό με τη σειρά του με ένα άλλο, και ούτω καθ’ εξής. Έτσι θετικά και πλεονασματικά εξελίσσεται το γίγνεσθαι μας.

[16]

Στο γίγνεσθαι μας υπερέχει η ενότητα κι όχι ο χωρισμός· γι’ αυτό κατευθυνόμαστε πρωτίστως σε ταυτοποίηση και δευτερευόντως σε διαφοροποίηση. Ο λόγος υπεροχής της ενότητας είναι ότι μόνο μέσω της ένωσης παράγεται το διαφορετικό, ενώ ο χωρισμός δεν μπορεί να παράγει κάτι, έστω κι αν είναι απαραίτητη προϋπόθεση της ενότητας. Η διαφοροποίηση από μόνη της είναι άγονη, αν δεν οδηγείται από την ορμή της ταυτοποίησης σε μια νέα ενότητα. Η ταυτοποίηση δίνει την τελική κατεύθυνση και είναι ο απώτερος σκοπός της κίνησης κάθε επιμέρους όντος, το οποίο αφού διαφοροποιηθεί μέχρι να αποκτήσει την ξεχωριστή του οντότητα, νιώθει μετά διαχωρισμένο, περιττό και μόνο. Η μοναξιά το σπρώχνει να αναζητήσει τη μοναδικότητα του, πέραν της ετερότητας και της περιττότητας του, στην ταυτότητα και στην αρτιότητα του σαν μονάδα Εν Αυτώ, κι έτσι ενώνεται στο εμείς.

Όπως η διαφοροποίηση δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μέσον της ταυτοποίησης που οδηγεί στο Εν Αυτώ, έτσι και τα διαφορετικά άτομα που παράγει αποτελούν μέσα του σκοπού του γίγνεσθαι, και δεν αποτελούν αυτοσκοπό δικό τους. Ως μέσα καλούνται να διαθέσουν πλήρως το πλεόνασμα που τα χαρακτηρίζει και να παίξουν ακέραια τον ρόλο τους στο γίγνεσθαι, διαφοροποιούμενα μέχρι να ενωθούν και όχι για να μείνουν διαφορετικά. Βέβαια, το γίγνεσθαι δεν συμβαίνει εκτός των ατόμων για να τα περιορίζει σε ένα παθητικό ρόλο υπακοής στις άνωθεν εντολές του, αλλά εκδηλώνεται ενεργητικά μέσω αυτών. Με αυτήν την σημασία αποτελούν μέσα· όχι γιατί είναι υποταγμένα σε κάποιο σκοπό εκτός αυτών, αλλά γιατί είναι μέσα ενεργοποίησης αυτού του σκοπού, που βρίσκεται εντός τους και τα κινεί να ξεπεράσουν τον εαυτό τους εντασσόμενα στο γίγνεσθαι εν Αυτώ και όχι υποτασσόμενα σε Αυτό ή αρνούμενα την ένταξη τους εκλαμβάνοντας το εγώ τους σαν αυτοσκοπό. Είναι μέσα με την έννοια της ενδιαμεσότητας που μεταφέρει κάτι κάπου και δεν το κρατάει για τον εαυτό της (όπως, αντίθετα, κάνει η εμμεσότητα, που παρουσιάζει το μέσον ως μέσο του εαυτού του, άρα αυτοσκοπό).

Αυτό που μεταφέρουν τα άτομα, είναι αυτό το ίδιο που τα κάνει να κινούνται και μπορούν να το μεταφέρουν. Το έχουν δεχτεί με τη γέννηση τους, τα κινεί όσο ζουν και μετασχηματίζεται μέσω αυτών, διακινούμενο μέσα από αυτά. Όταν κατακρατείται (στην περίπτωση του ατομισμού, όπου το άτομο γίνεται αυτοσκοπός) ή δεν μετασχηματίζεται (στην περίπτωση των θρησκειών, όπου το άτομο υποδουλώνεται σε έναν άνωθεν σκοπό και εφόσον δεν προβάλει καμία αντίσταση, δεν μπορεί να λειτουργεί ως μετασχηματιστής), παραβιάζεται η ρηματικότητα που τα συνδέει ως υποκείμενα με τον αντι-κείμενο τους κόσμο και διαλύεται η πρόταση που τα νοηματοδοτεί.

Εφ’ όσον είμαστε μέσα ενός σκοπού - κι όχι άσκοπα μέσα του εαυτού μας (εμμεσότητα), ούτε υποταγμένοι σε κάποιο έξωθεν σκοπό (σκοπιμότητα) - συνδεόμαστε άμεσα μαζί του και νοηματοδοτούμαστε από αυτή τη σύνδεση· αλλιώς χάνουμε το νόημα μας. Χωρίς άμεση σύνδεση μέσου και σκοπού, αναλωνόμαστε σε έμμεσες κουβέντες, λόγια χωρίς αντίκρισμα και άσκοπες πράξεις που δεν βγάζουν πουθενά. Ο εαυτός μας είναι αδιέξοδος, αν αποτελεί αυτοσκοπό μας. Δεν θα βρούμε διέξοδο σε αυτόν, όσο διεισδυτικά κι αν τη ψάχνουμε μέσα του· αντίθετα, θα απομακρυνόμαστε από αυτήν εισχωρώντας όλο και πιο βαθιά στον σκοτεινό λαβύρινθο του εγώ μας. Ο μίτος που θα μας βγάλει από αυτόν βρίσκεται στην άμεση σύνδεση του με τον σκοπό που τον νοηματοδοτεί, αφού καταλάβουμε ότι δεν είμαστε παρά ενδιάμεσοι.

Η σημασία μας βρίσκεται στη σχέση μας προς αυτό στο οποίο εντασσόμαστε και για το οποίο ενεργούμε. Από μόνοι μας είμαστε ασήμαντοι και αδιάφοροι, αδιέξοδοι και αντιφατικοί. Αναλωνόμαστε σε αντιπαραγωγικές αυτοαναφορικότητες νομίζοντας ότι ενισχύουμε το εγώ μας, ενώ χάνουμε το νόημα της ατομικότητας μας αποσυνδέοντας την από το σκοπό της ύπαρξης της. Ο ατομισμός δεν παράγει τίποτε και είναι άγονος, αντίθετα με την ατομικότητα, που είναι η κατεξοχήν πλουτο-παραγωγική πηγή της κοινωνίας όταν το άτομο προάγεται μέχρι τα όρια του. Τότε, τα υπερβαίνει συνεχίζοντας το εγώ του στο εμείς και ανοίγοντας το στον άλλο. Όταν το άνοιγμα του ατόμου είναι ερωτικό, μπορεί να παράγει ένα επιπλέον άτομο, που θα συνεχίσει την κίνηση του στον χώρο δίνοντας της υλική υπόσταση, σώμα και μορφή. Αν είναι δημιουργικό, μπορεί να παράγει το έργο το οποίο να μας προάγει πέρα από το ήδη φτιαγμένο και γνωστό, στο άφτιαχτο και το άγνωστο Αυτό, που ανοίγεται μπροστά μας ερω(τημα)τικά και μας επιτρέπει να κινηθούμε δίνοντας μας τον χώρο, καλώντας μας και προκαλώντας μας ενέργειες ερωτικές ή δημιουργικές.Κάθε τι ξεχωριστό κινούμενο συνεχώς μέχρι τέλους εξαντλεί το πλεόνασμα του, αυτό που το συνιστά σαν κάτι τι πέραν του τίποτε, επιστρέφοντας το έτσι μέσω της κίνησης του στο κινούν του. Αν συναντηθεί ερωτικά, κατά την κίνηση ταυτοποίησης του, μπορεί να αναπαραχθούν επιπλέον όντα σαν κι αυτό, για να το αντικαταστήσουν όταν χαθεί και να συνεχίσουν με νέα ορμή το γίγνεσθαι του είδους στο οποίο ανήκει, το οποίο είδος, ως κάτι τι ξεχωριστό κι αυτό, κινείται ανάλογα. Όταν ένα είδος γίνεται τροφή για ένα άλλο, παίζει ρόλο στην αναπαραγωγή του γένους στο οποίο ανήκουν όλα τα είδη του υποσυστήματος στο οποίο ανήκει. Το συγκεκριμένο γένος, σαν κάτι ξεχωριστό κι αυτό, κινείται επίσης έτσι, ώστε πέρα από την αυτοσυντήρηση του σαν επιμέρους υποσύστημα, να συνέχεται με κάτι ευρύτερο στο οποίο παίζει γόνιμο ρόλο με κάποιο τρόπο, κι αυτό με κάποιο άλλο, και ούτω καθ’ εξής. Σε αυτή την κλιμάκωση των υποσυστημάτων με τη διαδοχή των κινήσεων και των φορέων της κίνησης, όχι μόνο δεν υπάρχει απώλεια ενέργειας, αλλά έχουμε διαρκή ανανέωση του παραγόμενου έργου, εφόσον βέβαια η ενέργεια συνεχίζει να εκπέμπεται από Αυτό, προωθώντας το γίγνεσθαι πέραν του ήδη πραγματοποιημένου έργου, των υλοποιημένων όντων και των εκπεφρασμένων μορφών